Выбрать главу

Η λυγερή γυναίκα μετακινήθηκε πάνω στον πάγκο της και στριφογύρισε το απαλό λευκό ραβδί στα δάχτυλά της, ξεροκαταπίνοντας σπασμωδικά. Το ωχρό φως του φανού την έκανε να μοιάζει άρρωστη. Με τα μάτια γουρλωμένα κοιτούσε πότε τη μία και πότε την άλλη. Κατόπιν, τα χέρια της σφίχτηκαν πάνω στη ράβδο κι ένευσε.

«Ακριβώς όπως είπα», γρύλισε η Πεβάρα, διαβιβάζοντας ξανά Πνεύμα στη Ράβδο, «αλλιώς θα ορκίζεσαι μέχρι να το πεις σωστά».

«Ορκίζομαι πιστή υπακοή στις δυο σας», είπε η Ζέρα με σφιγμένη φωνή κι αναρίγησε καθώς την καταλάμβανε ο όρκος. Πάντα ήταν δυσκολότερο στην αρχή. «Ρωτήστε με σχετικά με το Μαύρο Άτζα», απαίτησε. Τα χέρια της, που κρατούσαν τη Ράβδο, άρχισαν να τρέμουν. «Ρωτήστε με σχετικά με το Μαύρο Άτζα!» Η ένταση που την διακατείχε ήταν τόσο έκδηλη, που η Σέαν ήξερε την απάντηση πριν ακόμα η Πεβάρα ελευθερώσει τη ροή του Πνεύματος και ξεστομίσει την ερώτηση, διατάζοντάς την να πει την απόλυτη αλήθεια. «Όχι!» Η Ζέρα φώναξε σχεδόν. «Όχι, δεν ανήκω στο Μαύρο Άτζα! Και τώρα πάρτε αυτόν τον όρκο από πάνω μου! Ελευθερώστε με!»

Η Σέαν κατέρρευσε αποθαρρυμένη, ακουμπώντας τους αγκώνες της πάνω στο τραπέζι. Φυσικά και δεν ήθελε να απαντήσει θετικά η Ζέρα, αλλά ήταν σίγουρη πως την είχαν πιάσει να ψεύδεται. Φαίνεται πως είχαν ξετρυπώσει ένα ψέμα έπειτα από βδομάδες έρευνας. Πόσες ακόμα βδομάδες τούς περίμεναν; Πόσον καιρό ακόμα θα κοιτούσε ανήσυχα πάνω από τον ώμο της από τη στιγμή που θα ξυπνούσε μέχρι τη στιγμή που θα κοιμόταν; Όταν, δηλαδή, κατάφερνε να κοιμηθεί.

Η Πεβάρα έτεινε το δάχτυλο της προς το μέρος της άλλης γυναίκας, κατηγορώντας την. «Είπες πως είχες έρθει από τον Βορρά».

Τα μάτια της Ζέρα γούρλωσαν και πάλι. «Έτσι είναι», είπε αργά. «Κατηφόρισα την όχθη από τον ποταμό Ερινίν έως τον Τζουάλντε. Ελευθερώστε με τώρα από αυτόν τον όρκο!» Έγλειψε τα χείλη της.

Η Σέαν την κοίταξε συνοφρυωμένη. «Στο σάγισμά σου βρέθηκαν σπόρια από χρυσάγκαθο και μια κόκκινη παπαρούνα, Ζέρα. Το χρυσάγκαθο κι οι κόκκινες παπαρούνες δεν απαντώνται για τουλάχιστον εκατό μίλια νότια της Ταρ Βάλον».

Η Ζέρα πήδηξε όρθια κι η Πεβάρα τής φώναξε κοφτά: «Κάτσε κάτω!»

Η γυναίκα έπεσε πάνω στον πάγκο με έναν ισχυρό γδούπο, αλλά ούτε καν μόρφασε. Έτρεμε, και μάλιστα σύγκορμη. Το στόμα της ήταν ερμητικά κλειστό, αλλιώς η Σέαν ήταν σίγουρη πως τα δόντια της θα έτριζαν. Μα το Φως, αυτές οι ερωτήσεις περί Βορρά και Νότου τη φόβιζαν περισσότερο κι από την κατηγορία της Σκοτεινόφιλης.

«Από πού ξεκίνησες», ρώτησε αργά η Σέαν, «και για ποιον λόγο...;» Στην πραγματικότητα, ήθελε να ρωτήσει για ποιον λόγο η γυναίκα είχε κινηθεί περιφερειακά —προφανώς, αυτό είχε κάνει— απλά και μόνο για να κρύψει την κατεύθυνση απ’ όπου ήρθε, αλλά οι απαντήσεις ξεπήδησαν απότομα από το στόμα της Ζέρα.

«Από το Σαλιντάρ», είπε τσιρίζοντας. Ήταν η κατάλληλη λέξη. Σφάδασε πάνω στον πάγκο, κρατώντας ακόμα τη Ράβδο των Όρκων. Δάκρυα ξεχύθηκαν από τα γουρλωτά της μάτια που ήταν καρφωμένα πάνω στην Πεβάρα κι οι λέξεις βγήκαν ορμητικά μέσα από τα δόντια της που όντως έτριζαν τώρα. «Ή-ήρθα για να βε-βεβαιωθώ πως οι αδελφές εδώ γνωρίζουν σχετικά με τις Κό-κόκκινες και τον Λογκαίν, για να ε-εκθρονίσουν την Ελάιντα κι ο Πύ-Πύργος να γίνει ξανά ακέραιος». Άφησε μια γοερή κραυγή και κατέρρευσε κλαίγοντας ασταμάτητα καθώς κοιτούσε την Κόκκινη Καθήμενη.

«Ώστε έτσι», είπε η Πεβάρα. Κι έπειτα, κάπως πιο άγρια: «Ώστε έτσι!» Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, αλλά αυτή η λάμψη στα σκοτεινά της μάτια δεν είχε καμιά σχέση με τη σκανδαλιάρικη λάμψη που θυμόταν η Σέαν ως μαθητευόμενη κι Αποδεχθείσα. «Άρα, λοιπόν, εσύ είσαι η πηγή αυτής της... φήμης. Θα σταθείς μπροστά στην Αίθουσα και θα αποκαλύψεις το ψέμα! Παραδέξου το ψέμα σου, κορίτσι μου!»

Αν πριν από λίγο τα μάτια της Ζέρα ήταν γουρλωμένα, τώρα κόντευαν να βγουν από τις κόγχες τους. Η Ράβδος τής έπεσε από το χέρι και κύλησε πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού κι η γυναίκα έπιασε σφικτά τον λαιμό της. Ένας πνιχτός ήχος βγήκε από το στόμα της που άνοιξε ξαφνικά. Η Πεβάρα την κοιτούσε σοκαρισμένη, αλλά η Σέαν ξαφνικά κατάλαβε τι συνέβαινε.