Выбрать главу

Η Μέριλιλ αναστέναξε και σταύρωσε τα χέρια της, μα παρά την επιφανειακή αποδοχή, ξέχασε να χαμηλώσει τη φωνή της. «Όπως επιθυμείς, Ηλαίην. Όσον αφορά στην Ισπάν όμως... Δεν μπορούμε απλά να επιτρέψουμε να—»

Η Ηλαίην ύψωσε το χέρι της απότομα. Η προσταγή είχε αντικαταστήσει την απλή βεβαιότητα. «Πάψε, Μέριλιλ. Έχεις το καθήκον να περιφρουρείς το Κύπελλο των Ανέμων. Αυτό είναι αρκετό για τον οποιονδήποτε. Θα πρέπει να είναι αρκετό και για σένα».

Η Μέριλιλ άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, το ξανάκλεισε κι έκανε μια ελαφριά υπόκλιση συναινώντας. Κάτω από το σταθερό βλέμμα της Ηλαίην, το ίδιο έκαναν κι οι υπόλοιπες Άες Σεντάι. Μπορεί κάποιες να ήταν, έστω και λίγο, απρόθυμες αλλά σίγουρα όχι όλες. Η Σάριθα μάζεψε βιαστικά από κάτω τον δισκοειδή πάκο, που ήταν ακουμπισμένος δίπλα στα πόδια της και τυλιγμένος με στρώσεις λευκού μεταξιού. Τα μπράτσα της, καθώς κρατούσε στο στήθος της το Κύπελλο των Ανέμων, με το ζόρι έφταναν να τυλιχτούν γύρω του. Χαμογελούσε ανήσυχα στην Ηλαίην, σαν να ήθελε να της αποδείξει πως πράγματι το είχε υπό την επιτήρηση της.

Οι Θαλασσινές κοιτούσαν πεινασμένα τον μπόγο, γέρνοντας σχεδόν προς το μέρος του. Η Αβιέντα δεν θα εκπλησσόταν αν τις έβλεπε να πηδούν πάνω από τις πέτρες για να αδράξουν το Κύπελλο. Οι Άες Σεντάι σκέφτονταν φανερά το ίδιο πράγμα. Η Σάριθα αγκάλιασε το άσπρο δέμα ακόμα πιο σφικτά κι η Μέριλιλ μπήκε ανάμεσα σε εκείνη και στις Άθα’αν Μιέρε. Τα γαλήνια πρόσωπα των Άες Σεντάι σφίχτηκαν από την προσπάθεια να παραμείνουν ανέκφραστα. Πίστευαν πως το Κύπελλο ανήκε σ’ αυτές· στα μάτια τους, όλα τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν για τον χειρισμό της Μίας Δύναμης ανήκαν στον Λευκό Πύργο, ανεξάρτητα από το ποιος τύχαινε να τα κατέχει τη συγκεκριμένη στιγμή. Υπήρχε, όμως, και το θέμα της συμφωνίας.

«Ο ήλιος φεύγει, Άες Σεντάι», ανακοίνωσε δυνατά η Ρενάιλ ντιν Κάλον, «κι η απειλή του κινδύνου ελλοχεύει. Συνέχισε, λοιπόν. Αν καθυστερώντας νομίζεις πως μπορείς να βρεις τρόπο να ξεφύγεις, σκέψου το ξανά. Δοκίμασε να καταπατήσεις τη συμφωνία και σου ορκίζομαι στην καρδιά του πατέρα μου πως θα επιστρέψω αμέσως στα πλοία. Και θα διεκδικήσω το Κύπελλο ως αποζημίωση. Μας ανήκε από την εποχή του Τσακίσματος».

«Λίγα τα λόγια σου για τις Άες Σεντάι», γάβγισε η Ρεάνε με έντονη αγανάκτηση, που έμοιαζε να ξεχύνεται από το μπλε ψάθινο καπέλο της μέχρι τα χοντρά της παπούτσια και να αναβλύζει κάτω από το λευκοπράσινο μεσοφόρι της.

Τα χείλη της Ρενάιλ ντιν Κάλον σούφρωσαν σαρκαστικά. «Φαίνεται πως κι οι τσούχτρες έχουν γλώσσα. Μου κάνει εντύπωση, πάντως, που μπορούν και τη χρησιμοποιούν δίχως να έχουν πάρει την άδεια των Άες Σεντάι».

Μέσα σε μια στιγμή, η αυλή των στάβλων γέμισε από προσβολές που εκτοξεύονταν ανάμεσα στο Σόι και στις Άθα’αν Μιέρε. Λέξεις όπως «αδέσποτη» και «δειλή», κι ακόμα χειρότερες, ακούγονταν από παντού, μαζί με στριγκές κραυγές που έπνιγαν τις προσπάθειες που κατέβαλλε η Μέριλιλ, ώστε να κάνει τη Ρεάνε και τις συντρόφους της να σωπάσουν από τη μία, και να καταπραΰνει της Θαλασσινές από την άλλη. Κάμποσες Ανεμοσκόποι έπαψαν να ψηλαφίζουν τα εγχειρίδια που ήταν περασμένα πίσω από τις φαρδιές τους ζώνες κι έπιασαν τις λαβές τους. Η λάμψη του σαϊντάρ ξεπήδησε διαδοχικά σε μερικές από τις γυναίκες με τα ζωηρόχρωμα ρούχα. Οι γυναίκες του Σογιού ξαφνιάστηκαν, κάτι που βέβαια δεν στάθηκε ικανό να σταματήσει τις ύβρεις τους, αλλά η Σουμέκο άδραξε την Πηγή, έπειτα η Ταμάρλα, κατόπιν η λυγερή Χίλαρες με τα ελαφίσια μάτια, και σύντομα όλες τους, κι από τις δύο παρατάξεις, έλαμπαν, ενώ τα λόγια εκτοξεύονταν στον αέρα και τα πνεύματα παρέμεναν οξυμένα.

Η Αβιέντα ήθελε να βογκήξει. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να χυθεί αίμα. Θα ακολουθούσε την καθοδήγηση της Ηλαίην, αλλά η κονταδελφή της ατένιζε αγριεμένα, παγερά και γεμάτη οργή τόσο τις Ανεμοσκόπους όσο και τον Πλεχτό Κύκλο. Η Ηλαίην δεν είχε μεγάλη υπομονή με την ηλιθιότητα —τη δική της και των άλλων— και το να αναλώνεται σε προσβολές τη στιγμή που ο εχθρός μπορεί να βρισκόταν προ των πυλών ήταν ό,τι χειρότερο. Η Αβιέντα έπιασε γερά το μαχαίρι της ζώνης της κι έπειτα από ένα λεπτό άδραξε το σαϊντάρ. Η αίσθηση της ζωής και της χαράς τη γέμισαν με τέτοια ένταση, που ήθελε να κλάψει. Οι Σοφές χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη μόνο όταν τα λόγια αποτύγχαναν, αλλά εδώ ούτε τα λόγια ούτε το ατσάλι θα είχαν αποτέλεσμα. Ευχήθηκε να της κατέβαινε καμιά ιδέα σχετικά με το ποια να σκότωνε πρώτη.

«Αρκετά!» Η διαπεραστική κραυγή της Νυνάβε έκοψε τα ασχημόλογα πριν ξεχυθούν από τα στόματα. Κατάπληκτα πρόσωπα στράφηκαν προς το μέρος της. Το κεφάλι της κουνιόταν απειλητικά, κι έδειξε με το δάχτυλό της τις γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου. «Πάψτε να συμπεριφέρεστε σαν παιδάκια!» Παρ’ όλο που είχε μετριάσει τον τόνο της φωνής της, εξακολουθούσε να είναι σχεδόν απειλητικός. «Ή μήπως σκοπεύετε να συνεχίσετε τον καβγά μέχρι να έρθει ο Αποδιωγμένος και ν’ αρπάξει και το Κύπελλο και εμάς μαζί; Κι εσείς», το δάχτυλο στράφηκε προς τη μεριά των Ανεμοσκόπων, «μην προσπαθείτε να ξεφύγετε από τη συμφωνία! Δεν θα πάρετε πίσω το Κύπελλο, αν δεν τηρήσετε μέχρι και την τελευταία λέξη! Μην το διανοηθείτε καν!» Η Νυνάβε γύρισε να κοιτάξει τις Άες Σεντάι. «Κι εσείς...!» Αντιμέτωπη με μια παγερή έκπληξη, η ροή του λόγου της εκφυλίστηκε σε ένα ξινό μούγκρισμα. Οι Άες Σεντάι δεν πήραν μέρος στις φωνασκίες, παρά μόνο προσπαθώντας να ηρεμήσουν τα πράγματα. Καμιά τους δεν έλαμπε από το φως του σαϊντάρ.