Выбрать главу

Η Σέαν αναρωτήθηκε απεγνωσμένα γιατί αυτές οι τέσσερις βρέθηκαν τόσο βαθιά στα θεμέλια της Ταρ Βάλον. Τι ήταν αυτό που τις ένωνε; Τα Άτζα τους —αλλά κι όλα τα Άτζα— κοιτούσαν πώς να εξοντώσουν το ένα το άλλο και σε ετούτες εδώ τις τέσσερις είχαν επιβληθεί ποινές από την Ελάιντα. Σε καμία Καθήμενη δεν άρεσε η Καταναγκαστική Εργασία, κι ειδικά όταν ήξερε πολύ καλά για ποιο λόγο τρίβει πατώματα ή πλένει κιούπια, αλλά ήταν μάλλον απίθανο να τις ένωνε κάτι τέτοιο. Τι άλλο, άραγε; Καμιά τους δεν ήταν ευγενούς καταγωγής. Η Σερίν κι η Γιουκίρι ήταν θυγατέρες πανδοχέων, η Τάλεν αγροτών, ενώ ο πατέρας της Ντόεσιν ήταν μαχαιροποιός. Η Σερίν είχε εκπαιδευτεί αρχικά από τις Κόρες της Σιωπής κι ήταν η μόνη ανάμεσά τους που είχε καταφέρει να κατακτήσει το επώμιο. Παιδιάστικα πράγματα, δηλαδή. Ξαφνικά όμως, κάτι ξεπήδησε στο μυαλό της και την άφησε άφωνη. Η Σερίν, με έναν χαρακτήρα αχαλίνωτο. Η Ντόεσιν, η οποία το είχε σκάσει τρεις φορές ως μαθητευόμενη, παρ’ όλο που μόνο μια φορά κατάφερε να φτάσει ως τις γέφυρες. Η Τάλεν, που θα πρέπει να είχε τιμωρηθεί περισσότερες φορές από κάθε άλλη μαθητευόμενη στην ιστορία του Πύργου. Η Γιουκίρι, η τελευταία Γκρίζα που συμβάδισε με τις αδελφές της στη συναίνεση, μολονότι επιθυμούσε να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο, ήταν η τελευταία που συνδέθηκε με την Αίθουσα. Κι οι τέσσερις θεωρούνταν από μια άποψη επαναστάτριες κι η Ελάιντα είχε ταπεινώσει την κάθε μία ξεχωριστά. Άραγε, μήπως σκέφτονταν πως είχαν κάνει λάθος που ήθελαν να εκθρονίσουν τη Σιουάν και να ανεβάσουν στον θρόνο την Ελάιντα; Μήπως, άραγε, ανακάλυψαν κάτι σχετικά με τη Ζέρα και τις υπόλοιπες; Κι αν όντως ήταν έτσι, τι σκόπευαν να κάνουν;

Η Σέαν προετοιμάστηκε νοητικά να υφάνει το σαϊντάρ, αν και χωρίς να έχει πολλές ελπίδες για να δραπετεύσει. Η Πεβάρα ήταν εφάμιλλης ισχύος με τη Σέριν και τη Γιουκίρι, αλλά κι η ίδια ήταν πιο αδύναμη απ’ όλες εδώ, εκτός από την Ντόεσιν. Προετοιμάστηκε, κι η Τάλεν βγήκε μπροστά κι όλα τα λογικά της συμπεράσματα έγιναν κομμάτια.

«Η Γιουκίρι παρατήρησε πως εσείς οι δύο ενεργείτε ύπουλα, και πολύ θα θέλαμε να μάθουμε τον λόγο». Η παράδοξα βαθιά φωνή της ήταν υπερβολικά θερμή, παρά την ψυχρότητα που έμοιαζε να καλύπτει το πρόσωπό της. «Μήπως οι επικεφαλής των Άτζα σας σας ανέθεσαν κάποιο μυστικό έργο; Δημοσίως, οι επικεφαλής των Άτζα αλληλοκατηγορούνται περισσότερο από κάθε άλλον, αλλά φαίνεται πως όλο και κάτι συζητούν υπογείως. Ό,τι κι αν σχεδιάζουν, η Αίθουσα έχει δικαίωμα να το πληροφορηθεί».

«Έλα τώρα, Τάλεν, σταμάτα». Η φωνή της Γιουκίρι αποτελούσε πάντα μεγαλύτερη έκπληξη από αυτή της Τάλεν. Η γυναίκα φάνταζε σαν μικροσκοπική βασίλισσα, με αυτό το σκούρο ασημένιο μεταξωτό με τις φιλντισένιες δαντέλες, ακουγόταν όμως σαν άνετη επαρχιώτισσα. Ισχυριζόταν πως αυτή η αντίθεση βοηθούσε στις διαπραγματεύσεις. Χαμογέλασε προς το μέρος της Σέαν και της Πεβάρα, σαν μία μονάρχης που δεν είναι σίγουρη πόση αβρότητα μπορεί να δείξει. «Σας είδα και τις δύο να τρυπώνετε σαν κουνάβια στο κοτέτσι», είπε, «αλλά δεν είπα τίποτα —θα μπορούσε κάλλιστα να είστε ερωμένες, αλλά αυτό είναι δική σας δουλειά— δεν είπα λοιπόν τίποτα, μέχρι που η Τάλεν από δω άρχισε να ξεφωνίζει για κάποιες που κρύβονταν στις γωνίες. Έχω δει κι εγώ κάμποσες να κρύβονται στις γωνίες, κι υποπτεύομαι πως κάποιες από αυτές τις γυναίκες μπορεί και να ηγούνται των Άτζα τους, έτσι λοιπόν... Πολλές φορές ένα κι ένα κάνει δύο, αλλά μερικές φορές δεν κάνει τίποτα. Σας ακούμε, λοιπόν. Η Αίθουσα έχει κάθε δικαίωμα να μάθει».

«Δεν θα φύγουμε, αν δεν μας τα πείτε όλα», πρόσθεσε η Τάλεν με ακόμα μεγαλύτερη ζέση από πριν.

Η Πεβάρα ρουθούνισε και σταύρωσε τα μπράτσα της. «Ακόμα κι αν η επικεφαλής του Άτζα μου μου ανέφερε κάποια πράγματα, δεν βλέπω για ποιον λόγο πρέπει να σου τα πω. Εν πάση περιπτώσει, όσα κουβεντιάζαμε με τη Σέαν δεν έχουν καμιά σχέση με το Κόκκινο ή το Άσπρο Άτζα. Χώστε τη μύτη σας αλλού». Ωστόσο, ούτε αυτή ούτε η Σέαν αποδέσμευσαν το σαϊντάρ.

«Δεν είχε νόημα, που να πάρει, και το ήξερα», μουρμούρισε η Ντόεσιν που στεκόταν δίπλα στην πόρτα. «Γιατί σε άφησα να με πείσεις, που να καώ... Θα τρώγαμε τα μούτρα μας κι όλος ο Πύργος θα γελούσε μαζί μας». Μερικές φορές μιλούσε σαν αγόρι που κάποιος έπρεπε να του ξεπλύνει το στόμα.

Η Σέαν ήταν έτοιμη να φύγει, αλλά φοβόταν πως τα γόνατά της θα την πρόδιδαν. Η Πεβάρα παρέμεινε στη θέση της, ανασηκώνοντας ένα ανυπόμονο φρύδι προς το μέρος των γυναικών που μεσολαβούσαν ανάμεσα στην ίδια και στην πόρτα.

Η Σερίν ψαχούλεψε τη λαβή του μαχαιριού της και κοίταξε τις υπόλοιπες αινιγματικά, δίχως να κουνήσει ρούπι. «Γρίφος», μουρμούρισε. Ξαφνικά γλίστρησε μπροστά και το ελεύθερο χέρι της βυθίστηκε στα γόνατα της Σέαν, τόσο γρήγορα που η τελευταία έβγαλε μια άναρθρη κραυγή. Προσπάθησε να κρατήσει τη Ράβδο των Όρκων κρυμμένη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η Σερίν να πιάσει τη Ράβδο με το ένα της χέρι στο ύψος της μέσης ενώ με το άλλο κρατούσε την άλλη άκρη της μαζί με ένα στρίφωμα της φούστας της. «Μου αρέσουν οι γρίφοι», είπε η Σερίν.