Με έναν βρυχηθμό, οι Φρουροί όρμησαν μπροστά, ανεμίζοντας τα ξίφη τους κι έχοντας αναμφίβολα σαν προτεραιότητα να κυκλώσουν και να προστατέψουν τις αδελφές. Τραβώντας προς τα δεξιά τη φοράδα της, η Τοβέιν σπιρούνισε το ζώο κι έσκυψε χαμηλά πάνω στον λαιμό του Σπουργιτιού, κινούμενη πρώτα ανάμεσα στους έκπληκτους Φρουρούς κι έπειτα ανάμεσα σε δύο πολύ νεαρούς άντρες με μαύρα πανωφόρια οι οποίοι είχαν μείνει να την κοιτάζουν με ανοικτό το στόμα. Κατόπιν, βρέθηκε ανάμεσα στα δέντρα, παρακινώντας το άλογό της να αναπτύξει ταχύτητα, τινάζοντας άγρια το χιόνι τριγύρω, χωρίς να δίνει σημασία αν η φοράδα θα έσπαγε κανένα πόδι. Συμπαθούσε αυτό το ζώο, αλλά ούτως ή άλλως σήμερα θα πέθαιναν μερικά άλογα. Πίσω της ακούγονταν φωνές. Και πάνω απ’ όλη την κακοφωνία κυριαρχούσε η φωνή του ψηλού άντρα.
«Πιάστε τους ζωντανούς, αυτές είναι οι διαταγές του Αναγεννημένου Δράκοντα! Όποιος πειράξει τις Άες Σεντάι, θα έχει να κάνει μαζί μου!»
Διαταγές του Αναγεννημένου Δράκοντα. Για πρώτη φορά, η Τοβέιν ένιωσε φόβο, κάτι σαν παγάκι που της τριβέλιζε το στομάχι. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Μαστίγωσε τον λαιμό του Σπουργιτιού με τα ηνία. Η θωράκιση εξακολουθούσε να την καλύπτει! Θα πρέπει να υπήρχαν τώρα αρκετά δέντρα ανάμεσά τους που θα εμπόδιζαν αυτούς τους καταραμένους να τη διακρίνουν! Μα το Φως, ο Αναγεννημένος Δράκοντας!
Γρύλισε καθώς κάτι τη χτύπησε στη μέση, ένα κλαδί σε σημείο που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν κλαδιά, αποσπώντας την από τη σέλα. Κρεμάστηκε, παρακολουθώντας το Σπουργίτι να φεύγει μπροστά καλπάζοντας, όσο τουλάχιστον του επέτρεπε το χιόνι. Έμεινε κρεμασμένη εκεί, στο αέρα, με τα χέρια παγιδευμένα στα πλευρά της και τα πόδια να αιωρούνται πάνω από ένα μέτρο από το έδαφος. Ξεροκατάπιε. Υπεύθυνο για την κατάσταση της θα πρέπει να ήταν το αρσενικό μέρος της Δύναμης. Ποτέ στο παρελθόν δεν την είχε αγγίξει το σαϊντίν. Αισθανόταν την παχιά λωρίδα του τίποτα να τυλίγεται γύρω από τη μέση της. Νόμισε πως ένιωσε το μίασμα του Σκοτεινού και τρεμούλιασε, πασχίζοντας να καταπνίξει τις κραυγές της.
Ο ψηλός άντρας τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του κι αυτό σταμάτησε μπροστά της. Η γυναίκα αιωρήθηκε για λίγο και κάθισε λοξά, μπροστά από τη σέλα του. Ο άντρας δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται κι ιδιαίτερα για τις Άες Σεντάι που είχε αιχμαλωτίσει. «Χάρντλιν!» φώναξε. «Νόρλεϊ! Κατζίμα! Κάποιος από εσάς, τους νεαρούς αγροίκους, να έρθει αμέσως εδώ!»
Ήταν πολύ ψηλός και πλατύστερνος όσο η λαβή ενός πέλεκυ. Κάπως έτσι θα το διατύπωνε η Κυρά Ντόγουιλ. Περίπου μεσήλικας κι αρκετά αρρενωπός με έναν τρόπο μελαγχολικό κι άβολο. Δεν είχε καμιά σχέση με τα χαριτωμένα αγόρια που άρεσαν στην Τοβέιν, τα τόσο διψασμένα, ευχάριστα κι εύκολα στη χαλιναγώγησή τους. Ένα ασημένιο ξίφος στόλιζε το ψηλό πέτο στη μια πλευρά του μαύρου μάλλινου πανωφοριού του, ενώ στο άλλο υπήρχε ένα περίεργο πλάσμα από χρυσάφι και κόκκινο σμάλτο. Επρόκειτο για έναν άντρα με την ικανότητα της διαβίβασης, ο οποίος την είχε θωρακίσει και την κρατούσε αιχμάλωτη.
Το ουρλιαχτό που ξέφυγε από τον λαιμό της ξάφνιασε ακόμα και την ίδια. Αν μπορούσε θα είχε συγκρατηθεί, αλλά αμέσως μετά ακολούθησε άλλο ένα ουρλιαχτό, ακόμα πιο οξύ, κι άλλο, κι άλλο, ολοένα κι εντονότερα. Άρχισε να κλωτσάει άγρια και να πετάγεται από πλευρά σε πλευρά, ανώφελο ωστόσο ενάντια στη Δύναμη. Το γνώριζε, αν και το είχε καταχωρίσει σε κάποια μικρή γωνιά του μυαλού της. Το υπόλοιπο κομμάτι του εαυτού της ούρλιαζε μέχρι που ένιωσε πως τα πνευμόνια της θα έσκαγαν, ούρλιαζε βουβές ικεσίες για να σωθεί από τη Σκιά. Κραύγαζε και χτυπιόταν σαν τρελό θηρίο.
Συνειδητοποίησε αμυδρά πως το άλογο του τσινούσε, σαν να χόρευε, καθώς οι φτέρνες της χτυπούσαν τον ώμο του κι, εξίσου αμυδρά, άκουσε τον άντρα να μιλάει. «Ήρεμα, παραφορτωμένο σακί με κάρβουνα! Ησύχασε, αδελφή. Δεν πρόκειται να... Με ζάλισες, μουλάρι! Μα το Φως! Ζητώ συγγνώμη, αδελφή, αλλά έτσι μάθαμε να το κάνουμε». Και μετά τη φίλησε.
Πέρασε ένα δευτερόλεπτο μέχρι να αντιληφθεί πως τα χείλη του ακουμπούσαν τα δικά της, κι ύστερα η όρασή της χάθηκε και μια ζεστασιά την κατέκλυσε. Κάτι περισσότερο από ζεστασιά. Ένιωθε λιωμένο μέλι να αναβλύζει στα σωθικά της και να ανεβαίνει προς την επιφάνεια. Δεν ήταν παρά μια χορδή από άρπα που παλλόταν όλο και πιο γρήγορα μέχρι να γίνει αόρατη, κι εξακολουθούσε να πάλλεται ακόμα γρηγορότερα. Ήταν ένα λεπτό, κρυστάλλινο βάζο έτοιμο να θρυψαλιαστεί. Η χορδή της άρπας έσπασε και το βάζο θρυψαλιάστηκε.
«Αααααααααχχχ!»
Αρχικά, δεν συνειδητοποίησε πως ο ήχος αυτός είχε βγει από το ορθάνοιχτο στόμα της. Για μια στιγμή, δεν μπορούσε καν να βάλει τις σκέψεις της σε ειρμό. Βαριανασαίνοντας, κοίταξε το πρόσωπο του άντρα, από πάνω της, κι αναρωτήθηκε σε ποιον να ανήκε. Ναι. Ο ψηλός. Ο άντρας που θα μπορούσε να...