«Θα μπορούσα να τα καταφέρω χωρίς κάτι παραπάνω», αναστέναξε, χτυπώντας χαϊδευτικά τον λαιμό του αλόγου. Το ζώο ρουθούνισε αλλά έπαψε να χοροπηδάει. «Ωστόσο, υποθέτω πως είναι απαραίτητο. Δεν είσαι ακριβώς σύζυγος. Ηρέμησε. Μην προσπαθήσεις να το σκάσεις, μην επιτεθείς σε κανέναν που φοράει μαύρο πανωφόρι και μην αγγίξεις την Πηγή, εκτός κι αν σου το επιτρέψω εγώ. Λοιπόν, πώς σε λένε;»
Εκτός κι αν της το επιτρέψει; Τι αναίδεια που είχε αυτός ο άντρας!
«Τοβέιν Γκάζαλ», του είπε βλεφαρίζοντας. Γιατί, στην ευχή, του είχε απαντήσει;
«Α, εδώ είσαι», είπε πλησιάζοντας τους ένας άλλος μαυροντυμένος άντρας, με το άλογό του να τσαλαβουτάει στο χιόνι. Τούτος εδώ θα μπορούσε να είναι πιο συμπαθητικός — αν, δηλαδή, δεν είχε την ικανότητα της διαβίβασης. Αμφέβαλλε αν αυτός ο ροδομάγουλος νεαρός ξυριζόταν πάνω από δύο φορές τη βδομάδα. «Μα το Φως, Λογκαίν!» αναφώνησε ο ομορφονιός. «Έπιασες και δεύτερη; Αυτό δεν θα αρέσει στον Μ’Χαήλ! Δεν νομίζω πως του αρέσει να τις συλλαμβάνουμε! Από την άλλη, ίσως και να μην έχει και πολλή σημασία. Εσείς οι δύο είστε πολύ καλοί φίλοι».
«Πολύ καλοί φίλοι είπες, Βιντσόβα;» είπε πικρόχολα ο Λογκαίν. «Αν ο Μ’Χαήλ έκανε ό,τι ήθελε, εγώ θα φύτευα γογγύλια μαζί με τους νέους ή θα ήμουν θαμμένος σε κανένα χωράφι», πρόσθεσε μουρμουρίζοντας, κι η γυναίκα έμεινε με την εντύπωση πως δεν ήθελε να ακουστεί.
Όσα κι αν άκουσε, το χαριτωμένο αγόρι γέλασε με δυσπιστία. Η Τοβέιν ίσα-ίσα που τον άκουσε. Είχε απομείνει να κοιτάει τον άντρα που δέσποζε από πάνω της. Ο Λογκαίν. Ο Ψεύτικος Δράκοντας. Μα, ήταν νεκρός! Σιγανεμένος και νεκρός! Κι όμως, την κρατούσε αδιάφορα μπροστά στη σέλα του, με το ένα χέρι. Γιατί δεν ούρλιαζε, γιατί δεν τον χτυπούσε; Από τόσο κοντά θα μπορούσε να τον καρφώσει ακόμα και με το μαχαίρι της ζώνης της. Κι όμως, δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να απλώσει το χέρι της στη φιλντισένια λαβή. Κι, όπως αντιλήφθηκε, δεν θα μπορούσε, γιατί η ζώνη γύρω από τη μέση της είχε εξαφανιστεί. Θα μπορούσε όμως να γλιστρήσει από το άλογο και να προσπαθήσει να... αλλά ούτε γι’ αυτό είχε διάθεση.
«Γιατί μου το έκανες αυτό;» ρώτησε απαιτητικά. Ήρεμα. Αν μη τι άλλο, διατηρούσε την ψυχραιμία της!
Γυρνώντας το άλογό του για να ξαναβγεί στον δρόμο, ο Λογκαίν τής είπε όσα είχε κάνει κι αυτή ακούμπησε το κεφάλι της πάνω σε αυτό το πλατύ στήθος, χωρίς να τη νοιάζει διόλου το μέγεθός του, κι έκλαψε. Ορκίστηκε πως η Ελάιντα θα πλήρωνε ακριβά αυτό που έκανε. Θα την ανάγκαζε να πληρώσει, αν την άφηνε ο Λογκαίν. Κι αυτό το τελευταίο ήταν μία —όντως— πικρή σκέψη.
27
Η Συμφωνία
Καθισμένη με τα πόδια σταυρωτά σε ένα επιχρυσωμένο κάθισμα με ψηλή ράχη, η Μιν προσπαθούσε να χαθεί μέσα στο δερματόδετο αντίτυπο του Χέριντ Φελ με τίτλο Λογικό και Παράλογο, που κειτόταν ανοικτό στα γόνατά της. Δεν ήταν κι εύκολο. Το βιβλίο, βέβαια, ήταν γοητευτικό. Η γραφή του Άρχοντα Φελ ανέκαθεν παρέσυρε τη σκέψη της σε κόσμους που δεν είχε ονειρευτεί καν όταν δούλευε στους στάβλους. Λυπόταν πολύ που αυτός ο αξιαγάπητος γέρος ήταν πια νεκρός, κι ήλπιζε να ανακαλύψει στα βιβλία του κάποια ένδειξη όσον αφορά στην αιτία του θανάτου του. Οι μαύρες της μπούκλες ταλαντεύτηκαν καθώς κούνησε το κεφάλι της και πάσχισε να προσηλωθεί.
Μπορεί το βιβλίο να ήταν γοητευτικό, αλλά το δωμάτιο ήταν καταθλιπτικό. Στη μικρή αίθουσα του θρόνου του Ραντ, στο Παλάτι του Ήλιου, τα πάντα ήταν επιχρυσωμένα, από τα πλατιά γείσα έως τους ψηλούς καθρέφτες στους τοίχους, οι οποίοι είχαν αντικαταστήσει αυτούς που είχε σπάσει ο Ραντ, από τις δύο σειρές καθίσματα —σαν κι αυτό που καθόταν— μέχρι το βάθρο πάνω από τις σειρές των καθισμάτων και τον Θρόνο του Δράκοντα πάνω από το βάθρο. Επρόκειτο για τερατωδία, στο στυλ διακόσμησης του Δακρύου όπως το φαντάστηκαν οι τεχνίτες της Καιρχίν. Η ράχη στην οποία ακουμπούσε απεικόνιζε δύο Δράκοντες, ενώ άλλοι δύο σχημάτιζαν τα μπράτσα του καθίσματος κι άλλοι σκαρφάλωναν στο πίσω μέρος της ράχης, όλοι τους με τεράστιες ηλιόπετρες για μάτια και λαμπυρίζοντας από τις στρώσεις χρυσαφιού και πορφυρού σμάλτου. Ένας βαρύς χρυσός Ανατέλλων Ήλιος με κυματιστές ακτίνες, τοποθετημένος στο γυαλιστερό πάτωμα, πρόσθετε ακόμα περισσότερο σε αυτή τη βαριά αίσθηση. Αν μη τι άλλο, η φωτιά που έκαιγε σε δύο τεράστια τζάκια, αρκετά μεγάλα για να περπατήσει επάνω τους, ανέδυε μια ευχάριστη ζεστασιά, ειδικά τώρα που το χιόνι έπεφτε πυκνό έξω. Αυτά ήταν τα διαμερίσματα του Ραντ, η άνεση των οποίων υπερκάλυπτε την όποια αίσθηση κατάθλιψης. Μια εξοργιστική σκέψη πέρασε από το μυαλό της. Αυτό εδώ ήταν το δωμάτιο του Ραντ, αν καταδεχόταν ποτέ να επιστρέψει. Πολύ εξοργιστική σκέψη. Φαίνεται πως το να είσαι ερωτευμένη με έναν άντρα σήμαινε ότι αναγκάζεσαι να κάνεις κάμποσες εξοργιστικές παραδοχές απέναντι στον ίδιο τον εαυτό σου!