Μετακινήθηκε σε μια άσκοπη προσπάθεια να καθίσει πιο άνετα στο σκληρό κάθισμα, και προσπάθησε να συνεχίσει το διάβασμα, αλλά η ματιά της πεταγόταν συνεχώς στις ψηλές πόρτες, η κάθε μια εκ των οποίων έφερε τις δικές της σειρές από επιχρυσωμένους Ανατέλλοντες Ήλιους. Ήλπιζε να τις δει να ανοίγουν και να μπαίνει μέσα ο Ραντ, αλλά φοβόταν μήπως, αντί γι’ αυτόν, έβλεπε τη Σορίλεα ή την Κάντσουεϊν. Ασυναίσθητα, τακτοποίησε το ωχρό μπλε πανωφόρι της, ψηλαφώντας τα μικροσκοπικά χιονολούλουδα, κεντητά πάνω στο πέτο. Ακόμα πιο πολλά περιπλέκονταν γύρω από τα μανίκια, ενώ τα μπατζάκια των παντελονιών ήταν όσο πρέπει εφαρμοστά έτσι που να της ταιριάζουν γάντι. Τα ρούχα της δεν είχαν μεγάλη διαφορά από αυτά που είχε συνηθίσει να φοράει. Μέχρι τώρα είχε αποφύγει τις φορεσιές, άσχετα πόσα κεντήματα φορούσε, αλλά πολύ φοβόταν πως η Σορίλεα θα την ανάγκαζε με το ζόρι να φορέσει φορεσιά, ακόμα κι αν η Σοφή χρειαζόταν να τη γδύσει με τα ίδια της τα χέρια.
Η γυναίκα γνώριζε τα πάντα γύρω από την ίδια και τον Ραντ. Τα πάντα. Αισθάνθηκε να αναψοκοκκινίζει. Η Σορίλεα φαίνεται πως προσπαθούσε να αποφασίσει κατά πόσον η Μιν Φάρσοου ήταν κατάλληλη σαν... ερωμένη... του Ραντ αλ’Θόρ. Η λέξη αυτή της προκαλούσε ζαλάδα και την έκανε να νιώθει ανόητη. Δεν ήταν καμιά χαζή πιτσιρίκα! Η λέξη την έκανε να θέλει να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της, γεμάτη ενοχές για τις θείες που τη μεγάλωσαν. Όχι, σκέφτηκε πικρόχολα, δεν είσαι χαζή. Οι χαζές, συγκριτικά με σένα, είναι πανέξυπνες!
Ίσως, πάλι, η Σορίλεα να ήθελε να βεβαιωθεί κατά πόσον ο Ραντ ήταν κατάλληλος για τη Μιν. Αυτήν την εντύπωση έδινε μερικές φορές. Οι Σοφές αποδέχονταν τη Μιν ως δική τους ή σχεδόν, αλλά τις τελευταίες βδομάδες η Σορίλεα την είχε στύψει σαν μάγγανο πλύστρας. Η ασπρομάλλα Σοφή με το ζαρωμένο πρόσωπο επιθυμούσε να μάθει και την τελευταία λεπτομέρεια για τη Μιν και να ξεψαχνίσει τα πάντα αναφορικά με τον Ραντ, μέχρι και πόση σκόνη είχαν οι τσέπες του! Δύο φορές προσπάθησε η Μιν να αποφύγει την ασταμάτητη ανάκριση, και δύο φορές η Σορίλεα έβγαλε το ραβδί! Αυτή η φοβερή γριά τη στρίμωχνε αυτοπροσώπως στη γωνία κι έπειτα κατηγορούσε εκείνη πως έχανε τα μυαλά της. Καμιά από τις υπόλοιπες Σοφές δεν έδειχνε την παραμικρή συμπόνια! Μα το Φως, πόσο έπρεπε να υποφέρεις για έναν άντρα! Και, μάλιστα, χωρίς να τον έχεις κατάδικό σου!
Η Κάντσουεϊν ήταν εντελώς διαφορετική υπόθεση. Η υπέρμετρα αξιοπρεπής κι —αντίθετα με τα λευκά μαλλιά της Σορίλεα— γκριζομάλλα Άες Σεντάι, δεν έμοιαζε να δίνει δεκάρα ούτε για τη Μιν ούτε για τον Ραντ, αλλά περνούσε κάμποσο από τον χρόνο της στο Παλάτι του Ήλιου. Δεν ήταν δυνατόν να την αποφύγει εντελώς, καθότι η γυναίκα περιδιάβαινε όπου ήθελε. Κι όταν το βλέμμα της Κάντσουεϊν έπεφτε πάνω στη Μιν, η τελευταία έβλεπε μια γυναίκα που μπορούσε να μάθει τους ταύρους να χορεύουν και τις αρκούδες να τραγουδάνε. Το επόμενο πράγμα που περίμενε ήταν να τη δει να δείχνει προς το μέρος της και να ανακοινώνει πως είχε έρθει η ώρα για τη Μιν Φάρσοου να μάθει να ισορροπεί μια μπάλα στη μύτη της. Αργά η γρήγορα, ο Ραντ θα αντιμετώπιζε ξανά την Κάντσουεϊν, κι η σκέψη αυτή της έδενε το στομάχι κόμπο.
Εξανάγκασε τον εαυτό της να σκύψει πάνω από το βιβλίο. Μια από τις πόρτες άνοιξε κι ο Ραντ μπήκε μέσα περπατώντας νωχελικά με το Σκήπτρο του Δράκοντα περασμένο στον αγκώνα του. Φορούσε μια χρυσή κορώνα, ένα πλατύ κυκλίσκο από φύλλα δάφνης —θα πρέπει να ήταν αυτή η Κορώνα από Ξίφη, για την οποία μιλούσαν όλοι— εφαρμοστό παντελόνι που αναδείκνυε τα πόδια του, κι ένα πράσινο μεταξένιο πανωφόρι δουλεμένο με χρυσάφι που του ταίριαζε θαυμάσια. Ήταν πράγματι ωραίος.
Τοποθετώντας ως σελιδοδείκτη το σημείωμα του Άρχοντα Φελ που έγραφε ότι ήταν «πολύ χαριτωμένη», η Μιν έκλεισε προσεκτικά το βιβλίο και το τοποθέτησε εξίσου προσεκτικά στο πάτωμα, δίπλα στο κάθισμά της. Κατόπιν, σταύρωσε τα χέρια της και περίμενε. Αν τύχαινε να σταθεί όρθια, θα χτυπούσε νευρικά το πόδι της στο πάτωμα, αλλά δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση στον Ραντ πως τινάχτηκε επάνω απλώς επειδή ο ίδιος εμφανίστηκε, τελικά.
Για μια στιγμή, ο άντρας έμεινε ακίνητος, χαμογελώντας της και τραβώντας το σκουλαρίκι του για κάποιον λόγο —έμοιαζε σαν να μουρμουρίζει!— κι ύστερα στράφηκε απότομα και κοίταξε συνοφρυωμένος τις πόρτες. «Οι Κόρες δεν μου ανέφεραν πως είσαι εδώ. Ούτε που μου μίλησαν καν. Μα το Φως, έτοιμες ήταν να καλύψουν το πρόσωπό τους με το βέλο για να με δουν».