Выбрать главу

«Ίσως είναι αναστατωμένες», αποκρίθηκε ήρεμα η Μιν. «Ίσως να αναρωτιούνταν που βρίσκεσαι. Όπως κι εγώ. Μπορεί να αναρωτιούνταν αν έχεις πληγωθεί ή αν είσαι άρρωστος ή αν κρυώνεις». Όπως κι εγώ, σκέφτηκε πικρόχολα. Ο Ραντ έμοιαζε μπερδεμένος!

«Σου έγραψα», είπε αργά κι η γυναίκα ρουθούνισε.

«Δύο φορές! Μου έγραψες δύο φορές κι ανέθεσες στους Άσα’μαν να παραδώσουν το γράμμα, Ραντ αλ’Θόρ. Αν μπορεί να χαρακτηριστεί γράμμα αυτό το πράγμα!»

Ο άντρας τρίκλισε λες και τον είχε χαστουκίσει —ή, μάλλον, λες και του είχε δώσει κλωτσιά στην κοιλιά!— κι ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Η Μιν ανέκτησε την ψυχραιμία της κι ακούμπησε στη ράχη του καθίσματός της. Δείξε συμπόνια σε έναν άντρα τη λάθος στιγμή, και το έχασες το παιχνίδι. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να τον αγκαλιάσει, να τον παρηγορήσει, να πάρει μακριά τον πόνο του, να τον καταπραΰνει απ’ όσα είχε πάθει, κι είχε πάθει πολλά, ανεξάρτητα αν δεν το παραδεχόταν. Όμως, δεν σκόπευε να πηδήσει παράφορα επάνω του, αδημονώντας να μάθει τι δεν είχε πάει καλά, ή... Μα το Φως, μια χαρά φαινόταν.

Κάτι την τράβηξε μαλακά κάτω από τους αγκώνες και την ανασήκωσε από το κάθισμα. Με τις μπλε μπότες της να αιωρούνται, κύλησε στον αέρα προς το μέρος του. Το Σκήπτρο του Δράκοντα αιωρήθηκε κι αυτό μακριά από τον άντρα. Ώστε, νόμιζε πως μπορούσε να χαμογελάσει, έτσι; Νόμιζε πως ένα γοητευτικό χαμόγελο ήταν αρκετό για να τη ρίξει, ε; Άνοιξε το στόμα της για να του φανερώσει κάποια πράγματα που είχε στο μυαλό της. Κάποια πολύ δηκτικά πράγματα! Ο Ραντ τύλιξε τα μπράτσα του γύρω από τη μέση της και τη φίλησε.

Όταν ξαναβρήκε την ανάσα της, τον κοίταξε μέσα από τα ματόκλαδά της. «Η πρώτη φορά...» Ξεροκατάπιε για να καθαρίσει τη φωνή της. «Πρώτα, ο Τζαχάρ Ναρίσμα μπήκε μέσα καμαρωτός, πασχίζοντας να κρυφοκοιτάξει μέσα στο ίδιο το μυαλό σου, όπως συνηθίζει, κι αφού μου έδωσε ένα κομμάτι περγαμηνή εξαφανίστηκε. Για να δούμε. Έλεγε, “Διεκδίκησα το στέμμα του Ίλιαν. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν μέχρι να επιστρέψω. Ραντ”. Λίγο μικρό για ερωτικό γράμμα, θα έλεγα».

Τη φίλησε ξανά.

Αυτή τη φορά, της πήρε περισσότερη ώρα να ανακτήσει την ανάσα της. Τα πράγματα δεν έβαιναν ακριβώς όπως τα περίμενε. Από την άλλη, δεν πήγαιναν κι άσχημα. «Τη δεύτερη φορά, ο Γιόναν Άντλεϋ μου παρέδωσε ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε: “Θα επιστρέψω μόλις τελειώσω. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Ραντ”. Ο Άντλεϋ μου το παρέδωσε στο μπάνιο», πρόσθεσε, «και δεν ντράπηκε καθόλου να ρίξει μια ματιά στο θέαμα που είχε μπροστά του». Ο Ραντ προσπαθούσε ανέκαθεν να προσποιηθεί πως δεν ήταν ζηλιάρης —λες κι υπήρχε άντρας στον κόσμο που δεν ήταν— αλλά η Μιν είχε δει πόσο βλοσυρά κοιτούσε τους άντρες που έριχναν το βλέμμα τους επάνω της. Κατόπιν, ο πόθος του γινόταν ακόμα πιο φλογερός. Αναρωτήθηκε πώς θα έμοιαζε εκείνο το φιλί. Μπορεί να ήταν καλή ιδέα αν του πρότεινε να αποσυρθούν στην κρεβατοκάμαρα. Όχι, δεν έπρεπε να δείξει τόση βιασύνη, άσχετα αν...

Ο Ραντ την ακούμπησε κάτω, και το πρόσωπό του έγινε μελαγχολικό. «Ο Άντλεϋ είναι νεκρός», είπε. Ξαφνικά, η κορώνα έφυγε από το κεφάλι του και τινάχτηκε στριφογυρίζοντας στην άλλη άκρη του δωματίου, λες και κάποιος την είχε πετάξει. Η Μιν νόμισε για μια στιγμή ότι θα τσακιζόταν στη ράχη του Θρόνου του Δράκοντα, ίσως μάλιστα και να τον διαπερνούσε, αλλά ο πλατύς χρυσαφένιος δακτύλιος σταμάτησε απότομα και κατακάθισε αργά στην έδρα του θρόνου.

Η Μιν αισθάνθηκε να της κόβεται η ανάσα καθώς στράφηκε να τον κοιτάξει. Αίμα λαμπύριζε πάνω στους σκούρους, κόκκινους βοστρύχους πάνω από το αριστερό του αυτί. Τράβηξε ένα μαντίλι με δαντελωτές άκρες από το μανίκι της κι έκανε να του σκουπίσει το μέτωπο, αλλά αυτός την έπιασε από τον καρπό.

«Εγώ τον σκότωσα», της είπε ήσυχα.

Αναρίγησε με τον ήχο της φωνής του· ήταν ήρεμος όσο ένας τάφος. Ίσως η κρεβατοκάμαρα να ήταν πολύ καλή ιδέα, τελικά, κι ας μαρτυρούσε τη βιασύνη της. Χαμογελώντας προσποιητά —και κοκκινίζοντας, μόλις συνειδητοποίησε πόσο εύκολο ήταν να χαμογελάσει στη σκέψη του πελώριου κρεβατιού— άδραξε την πουκαμίσα του από μπροστά, έτοιμη να ξεσκίσει το πίσω μέρος τόσο της πουκαμίσας όσο και του πανωφοριού.

Κάποιος χτύπησε την πόρτα.

Τα χέρια της Μιν αποτραβήχτηκαν απότομα από την πουκαμίσα του Ραντ κι η ίδια αναπήδησε προς τα πίσω. Ποιος να ήταν; αναρωτήθηκε εκνευρισμένη. Οι Κόρες είτε ανακοίνωναν τους επισκέπτες, όταν ο Ραντ ήταν παρών, είτε απλώς τους έστελναν μέσα.

«Περάστε», είπε ο Ραντ δυνατά, χαρίζονάς της ένα αξιοθρήνητο χαμόγελο. Η γυναίκα αναψοκοκκίνισε ξανά.