Ο Ντομπραίν πέρασε το κεφάλι του από το πλαίσιο της πόρτας και κατόπιν εισήλθε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του μόλις είδε το ζευγάρι. Ο Καιρχινός άρχοντας ήταν μικροκαμωμένος, λίγο ψηλότερος από τη Μιν, με το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ξυρισμένο και το υπόλοιπο μέρος από τα κυρίως ψαρά του μαλλιά να πέφτουν στους ώμους του. Ασπρογάλαζες ρίγες στόλιζαν κάτω από τη μέση το μπροστινό μέρος του σχεδόν μαύρου πανωφοριού του. Ακόμα και πριν κερδίσει την εύνοια του Ραντ, είχε αξιόλογη επιρροή στην περιοχή του. Τώρα, διοικούσε αυτή τη γη, μέχρι τουλάχιστον να διεκδικήσει τον Θρόνο του Ήλιου η Ηλαίην. «Άρχοντα Δράκοντα», μουρμούρισε υποκλινόμενος. «Αρχόντισσα Τα’βίρεν».
«Χωρατό είναι», μουρμούρισε η Μιν όταν ο Ραντ τής έριξε μια ματιά με ανασηκωμένα τα φρύδια.
«Μπορεί», είπε ο Ντομπραίν, ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους του. «Πάντως, οι μισές αριστοκράτισσες της πόλης φορούν ρούχα με ζωηρά χρώματα, μιμούμενες την Αρχόντισσα Μιν. Αποκαλυπτικά παντελόνια που αφήνουν εκτεθειμένα τα πόδια και πανωφόρια που δεν καλύπτουν ούτε καν...» Έβηξε διακριτικά, συνειδητοποιώντας πως το πανωφόρι της Μιν δεν κάλυπτε εντελώς ούτε τους δικούς της γοφούς.
Η Μιν ήταν έτοιμη να του πει πως είχε κι αυτός όμορφα πόδια, παρότι αρκετά ροζιασμένα, αλλά το ξανασκέφτηκε. Μπορεί η ζήλια του Ραντ να μετατρεπόταν σε φλόγα όταν ήταν μόνοι τους, αλλά δεν ήθελε με τίποτα να στραφεί κατά του Ντομπραίν. Τον είχε ικανό για κάτι τέτοιο κι, επιπλέον, αναγνώριζε όντως πως επρόκειτο για ολίσθημα. Ο Άρχοντας Ντομπραίν Τάμποργουιν δεν ήταν ούτε κατά διάνοια από τους ανθρώπους που θα έκαναν πικάντικα χωρατά.
«Ώστε, λοιπόν, σκοπεύεις να αλλάξεις κι εσύ τον κόσμο, ε Μιν;» Μειδιώντας, ο Ραντ χτύπησε ελαφρά την άκρη της μύτης της με ένα δάχτυλο, λες κι έπαιζε χαρούμενα με κανένα παιδάκι! Κι ακόμα χειρότερα, η Μιν ανταπέδωσε το μειδίαμα σαν χαζή. «Τα πας καλύτερα από μένα, απ’ ό,τι φαίνεται», συνέχισε, κι αυτό το στιγμιαίο παιδικό μειδίαμα χάθηκε σαν το πούσι.
«Όλα καλά στο Δάκρυ και στο Ίλιαν, Άρχοντα Δράκοντα;» ρώτησε ο Ντομπραίν.
«Όλα βαίνουν καλώς στο Δάκρυ και στο Ίλιαν», αποκρίθηκε βλοσυρός ο Ραντ. «Έχεις κάτι για μένα, Ντομπραίν; Κάθισε, άνθρωπέ μου. Κάθισε». Του έδειξε τη σειρά με τα καθίσματα και κάθισε κι ο ίδιος.
«Ενήργησα όπως μου είπες σχετικά με τα γράμματά σου», είπε ο Ντομπραίν καθώς καθόταν αντικριστά στον Ραντ, «αλλά φοβάμαι πως δεν έχω να αναφέρω και πολλά».
«Θα φέρω κάτι να πιούμε», είπε η Μιν με σφιγμένη φωνή. Γράμματα; Δεν ήταν και τόσο εύκολο να περπατά αγέρωχη φορώντας μπότες με τακούνια —τις είχε συνηθίσει βέβαια, αλλά ό,τι κι αν έκανε, είχε την τάση να τρικλίζει— κι ωστόσο, η οργή έκανε τα πάντα δυνατά. Βάδισε προς το μικρό, επιχρυσωμένο τραπεζάκι, κάτω από έναν από τους τεράστιους καθρέφτες, όπου υπήρχαν ακουμπισμένα μια ασημιά στάμνα και μερικά κύπελλα. Ασχολήθηκε με το να σερβίρει αρωματικό κρασί, πιτσιλώντας τριγύρω από τα νεύρα της. Οι υπηρέτες πάντα έφερναν επιπλέον κύπελα σε περίπτωση που έρχονταν επισκέπτες, κάτι μάλλον σπάνιο, αν εξαιρέσουμε τη Σορίλεα και μερικές ανόητες αριστοκράτισσες. Το κρασί δεν ήταν και τόσο ζεστό, αλλά για τους δυο τους ήταν ό,τι έπρεπε. Είχε λάβει δύο γράμματα όλα κι όλα, αλλά θα έβαζε στοίχημα πως ο Ντομπραίν είχε στην κατοχή του άλλα δέκα, ίσως κι είκοσι! Ακούμπησε με δύναμη την κανάτα και τα κύπελλα κι άρχισε να ακούει προσεκτικά. Τι σχεδίαζαν να κάνουν πίσω από την πλάτη της με τόσο πολλά γράμματα;
«Φαίνεται πως ο Τόραμ Ριάτιν έχει εξαφανιστεί», είπε ο Ντομπραίν, «αν κι οι φήμες, τουλάχιστον, λένε πως εξακολουθεί να ζει, κάτι ακόμα χειρότερο. Λένε ακόμα πως ο Ντάβεντ Χάνλον κι ο Τζεράαλ Μόρντεθ —ή Πάνταν Φάιν, όπως τον αποκαλείς— τον εγκατέλειψαν. Παρεμπιπτόντως, τακτοποίησα την αδελφή του Τόραμ, την Αρχόντισσα Άιλιλ, σε πλουσιοπάροχα διαμερίσματα με υπηρέτες που είναι... έμπιστοι». Από τον τόνο της φωνής του ήταν προφανές ότι εννοούσε πως οι υπηρέτες ήταν έμπιστοι του. Η γυναίκα δεν μπορούσε ούτε ρούχα να αλλάξει χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος. «Μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο ήρθε εδώ μαζί με τον Άρχοντα Μπέρτομ και με τους υπόλοιπους, αλλά ο Υψηλός Άρχοντας Γουίραμον κι η Υψηλή Αρχόντισσα Αναγιέλα τι δουλειά έχουν; Περιττό να αναφερθεί, φυσικά, πως κι οι υπηρέτες τους είναι εξίσου έμπιστοι».
«Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος ότι μια γυναίκα θέλει να σε ξεκάνει;» αναρωτήθηκε ο Ραντ.
«Όταν γνωρίζει το όνομά σου;» Ο Ντομπραίν δεν ακουγόταν να κάνει πλάκα. Ο Ραντ έγειρε σκεφτικός το κεφάλι του κι ένευσε καταφατικά. Ένευσε! Η Μιν ήλπιζε πως είχε πάψει πια να ακούει φωνές.
Ο Ραντ έκανε μια κίνηση σαν να απέπεμπε τις γυναίκες που ήθελαν να τον σκοτώσουν. Ήταν πολύ επικίνδυνο, παρουσία της. Το σίγουρο ήταν πως η ίδια δεν σκόπευε να τον σκοτώσει, αλλά ίσως να μην την ένοιαζε αν η Σορίλεα στρεφόταν εναντίον του με αυτήν τη βέργα! Τα παντελόνια δεν προσέφεραν και πολλή προστασία.