Выбрать главу

Η Μιν συμφώνησε σιωπηλά, αλλά ο Ραντ απλώς κούνησε το χέρι του σε μια αποπεμπτική κίνηση και γέλασε ξανά. «Έτσι νομίζουν, αλλά έχω κάτι υπ’ όψιν μου, Ντομπραίν. Δεν είπαν ποιος θα διαλέξει την περιοχή, οπότε δεν είναι ανάγκη να έχει άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Θα πρέπει να αγοράζουν το φαγητό τους από σένα και να ζουν σύμφωνα με τους δικούς σου νόμους, για να μην είναι και πολύ αλαζόνες. Στη χειρότερη περίπτωση, μπορείς να συλλέξεις τους δασμούς μόλις το εμπόρευμα βγει από το... άσυλο τους. Όσον αφορά στα υπόλοιπα... Αν τα αποδεχτώ εγώ, μπορείς να τα αποδεχτείς κι εσύ». Αυτή τη φορά δεν υπήρχε η παραμικρή χροιά ειρωνείας στη φωνή του κι ο Ντομπραίν έσκυψε το κεφάλι του.

Η Μιν αναρωτήθηκε πού τα είχε μάθει όλα αυτά. Μιλούσε σαν βασιλιάς, και μάλιστα σαν κάποιος που ξέρει τι κάνει. Ίσως τον είχε διδάξει η Ηλαίην.

«Η λέξη “δεύτερον” συνεπάγεται περισσότερα», είπε ο Ραντ στις δύο Άες Σεντάι.

Η Μεράνα κι η Ραφέλα αντάλλαξαν ματιές, αγγίζοντας ασυναίσθητα τις φούστες και τα επώμιά τους, κι έπειτα η Μεράνα μίλησε με φωνή που όχι μόνο δεν ήταν πομπώδης, αλλά ακουγόταν εξαιρετικά μαλακή. «Τρίτον, ο Αναγεννημένος Δράκοντας πρέπει να συμφωνήσει να διατηρεί επί μονίμου βάσεως έναν πρέσβη διαλεγμένο από τους ίδιους τους Άθα’αν Μιέρε. Η Χαρίν ντιν Τογκάρα προσφέρθηκε η ίδια. Θα συνοδεύεται από την Ανεμοσκόπο της, τον Κύριο των Λεπίδων της και από μία ακολουθία».

«Τι έκανε λέει;» βρυχήθηκε ο Ραντ και τινάχτηκε σαν ελατήριο από το κάθισμά του.

Η Ραφέλα εξακολούθησε να μιλάει βιαστικά, φοβούμενη πως ο άντρας θα τη διέκοπτε ξανά. «Και τέταρτον, ο Αναγεννημένος Δράκοντας θα πρέπει να συμφωνήσει να παρουσιαστεί τάχιστα μόλις τον καλέσει η Κυρά των Πλοίων, αλλά όχι περισσότερες από δύο φορές ανά τρία διαδοχικά έτη». Είχε λαχανιάσει ελαφρώς και προσπάθησε έτσι ώστε τα τελευταία της λόγια να φανούν κάπως σαν δικαιολογία.

Το Σκήπτρο του Δράκοντα πετάχτηκε από το δάπεδο πίσω από τον Ραντ κι εκείνος το έπιασε στον αέρα δίχως να κοιτάει. Η ματιά του δεν ήταν πια παγερή, αλλά έμοιαζε με γαλάζια φωτιά. «Ένας πρέσβης των Θαλασσινών που θα μου γίνει τσιμπούρι;» αναφώνησε. «Να υπακούσω σε κλητεύσεις;» Κούνησε τη σκαλιστή κεφαλή του δόρατος του προς το μέρος τους, κι οι πρασινόλευκοι θύσανοι ανέμισαν. «Εκεί έξω υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να μας κατακτήσουν, και μπορεί να τα καταφέρουν! Εκεί έξω βρίσκονται οι Αποδιωγμένοι! Ο Σκοτεινός προσμένει! Καλά που δεν συμφωνήσατε να καλαφατίσω και τα κύτη τους!»

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η Μιν θα προσπαθούσε να του ηρεμήσει τα νεύρα, αλλά αυτή τη φορά προχώρησε μπροστά κι αγριοκοίταξε τις Άες Σεντάι. Συμφωνούσε απόλυτα μαζί του. Χάρισαν την αποθήκη για να πουλήσουν ένα άλογο!

Η Ραφέλα ταλαντεύτηκε μπροστά στο μένος του, αλλά η Μεράνα όρθωσε το ανάστημά της, κι η ματιά της ήταν μια απομίμηση καφετιάς φωτιάς με χρυσές νιφάδες. «Μας επιπλήττεις;» τον ρώτησε απότομα, και ο τόνος της φωνής της ήταν ψυχρός, σε αντίθεση με τα μάτια της που έβγαζαν φλόγες. Ήταν Άες Σεντάι κι η Μιν τη θυμόταν από μικρή, βασιλική υπεράνω βασιλισσών, πανίσχυρη υπεράνω πάσης ισχύος. «Ήσουν παρών όταν ξεκίνησε όλη αυτή η διαδικασία, τα’βίρεν, και τις μεταχειριζόσουν όπως ήθελες. Θα μπορούσες να τις κάνεις να σε προσκυνήσουν! Εσύ, όμως, σηκώθηκες κι έφυγες! Δεν τις ευχαρίστησε κι ιδιαίτερα όταν έμαθαν πως χόρεψαν για έναν τα’βίρεν. Έμαθαν με κάποιον τρόπο να υφαίνουν ασπίδες και, πριν ακόμα απομακρυνθείς καλά-καλά από το πλοίο τους, η Ραφέλα κι εγώ θωρακιστήκαμε. Για να βρεθούμε σε πλεονεκτική θέση χρησιμοποιώντας τη Δύναμη, έτσι μας είπαν. Πάνω από μια φορά η Χαρίν μας απείλησε πως θα μας κρεμάσει από τα ξάρτια μέχρι να έρθουμε στα συγκαλά μας, και προσωπικά πιστεύω ότι το εννοούσε! Πάλι καλά να λες που έχεις στη διάθεσή σου τα πλοιάρια που επιθυμείς, Ραντ αλ’Θόρ. Η Χαρίν δεν θα σου έδινε πάνω από μια χούφτα όλη κι όλη! Και να είσαι ευχαριστημένος που δεν ήθελε τις καινούργιες σου μπότες κι αυτόν τον φρικτό σου θρόνο! Α, παρεμπιπτόντως, σε προσφώνησε τυπικά ως Κοραμούρ, που να σου κάτσει στο στομάχι!»

Η Μιν, όπως επίσης κι ο Ραντ με τον Ντομπραίν, απέμειναν να την κοιτάζουν, και το στόμα του Καιρχινού έχασκε ανοικτό. Κι η Ραφέλα την κοιτούσε, ενώ τα χείλη της κινούνταν χωρίς να βγάζει λέξη. Οι φλόγες έσβησαν από τα μάτια της Μεράνα, τα οποία γούρλωναν όλο και περισσότερο καθώς η γυναίκα συνειδητοποιούσε τι είχε μόλις πει.