Το Σκήπτρο του Δράκοντα τρεμούλιασε μέσα στη γροθιά του Ραντ. Η Μιν τον είχε δει να φουντώνει από οργή με πολύ μικρότερες αφορμές. Ευχήθηκε να υπήρχε τρόπος να αποφύγει την έκρηξη, αν και δεν τον έβλεπε.
«Φαίνεται», είπε τελικά, «πως τα λόγια που έλκει ένας τα’βίρεν δεν είναι πάντα αυτά που επιθυμεί να ακούσει». Ακουγόταν... ήρεμος, αλλά η Μιν δύσκολα θα έλεγε “λογικός”. «Καλά τα πήγες, Μεράνα. Σε έστειλα σε μια αλλοπρόσαλλη αποστολή, αλλά εσύ κι η Ραφέλα τα πήγατε μια χαρά».
Οι δύο Άες Σεντάι αναδεύτηκαν και για μια στιγμή η Μιν πίστεψε πως θα κατέρρεαν από ανακούφιση.
«Αν μη τι άλλο, καταφέραμε να αποκρύψουμε τις λεπτομέρειες από την Κάντσουεϊν», είπε η Ραφέλα, ισιώνοντας κάπως άτσαλα τη φούστα της. «Δεν υπήρχε τρόπος να μην πληροφορηθούν μερικοί πως επιτεύχθηκε κάποιου είδους συμφωνία, αλλά αυτή τουλάχιστον δεν έμαθε τίποτα».
«Ναι», είπε κι η Μεράνα χωρίς να πάρει ανάσα. «Έφτασε στο σημείο να μας στήσει ενέδρα κατά τη διάρκεια του γυρισμού μας εδώ. Είναι πολύ δύσκολο να της κρατήσεις μυστικά, αλλά εμείς τα καταφέραμε. Δεν νομίζω πως θα ήθελες να...» Δεν αποτελείωσε την πρότασή της μόλις πρόσεξε το πέτρινο πρόσωπο του Ραντ.
«Πάλι αυτή η Κάντσουεϊν», είπε ο άντρας άτονα. Κοίταξε συνοφρυωμένος τη σκαλιστή αιχμή του δόρατος που κρατούσε στο χέρι του κι έπειτα την πέταξε σε ένα κάθισμα, λες και δεν εμπιστευόταν πλέον τον εαυτό του να την κρατάει. «Βρίσκεται στο Παλάτι του Ήλιου, έτσι δεν είναι; Μιν, πες στις Κόρες να μεταφέρουν ένα μήνυμα στην Κάντσουεϊν. Θα χρειαστεί να παρευρεθεί το γρηγορότερο στα διαμερίσματα του Αναγεννημένου Δράκοντα».
«Ραντ, νομίζω πως δεν...» άρχισε να λέει ανήσυχα η Μιν, αλλά ο Ραντ την έκοψε. Όχι αγενώς, αλλά ορθά κοφτά.
«Κάνε το, σε παρακαλώ, Μιν. Αυτή η γυναίκα δεν διαφέρει από λύκο που κρυφοκοιτάζει τη στάνη. Σκοπεύω να ανακαλύψω τι ακριβώς θέλει».
Η Μιν σηκώθηκε με αργές κινήσεις κι έσυρε τα πόδια της ως την πόρτα. Δεν ήταν η μόνη που θεωρούσε την ιδέα του Ραντ κακή. Ούτε ήταν η μόνη που θα προτιμούσε να βρίσκεται κάπου αλλού όταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας ερχόταν αντιμέτωπος με την Κάντσουεϊν Μελάιντριν. Ο Ντομπραίν την προσπέρασε λίγο πριν την πόρτα, κάνοντας μια βιαστική υπόκλιση χωρίς να σταματήσει σχεδόν, ενώ η Μεράνα κι η Ραφέλα βγήκαν από το δωμάτιο πριν από την ίδια, παρ’ όλο που δεν έμοιαζαν να βιάζονται, αν κι όσο βρίσκονταν στο εσωτερικό έδιναν αυτή την εντύπωση. Όταν η Μιν έβγαλε το κεφάλι της στον διάδρομο, οι δύο αδελφές είχαν προλάβει τον Ντομπραίν και το γρήγορο περπάτημά τους δεν διέφερε και πολύ από τροχασμό.
Παραδόξως, οι πέντε ή έξι Κόρες που βρίσκονταν έξω όταν η Μιν μπήκε στο δωμάτιο πριν από λίγη ώρα, είχαν αυξηθεί κατά πολύ και στέκονταν σε σειρές κατά μήκος ολόκληρου του διαδρόμου και προς τις δύο κατευθύνεις, ψηλές γυναίκες με σκληροτράχηλα πρόσωπα, ντυμένες στα γκρίζα και στα καφετιά καντιν’σόρ, με τα σούφα τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι τους και τα μακριά μαύρα βέλα να κρέμονται. Κάμποσες από δαύτες κουβαλούσαν τα ακόντιά τους και τις ασπίδες τους από τομάρι ταύρου, λες κι ήταν έτοιμες για μάχη. Κάποιες άλλες έπαιζαν ένα παιχνίδι με τα δάχτυλα που λεγόταν «μαχαίρι, χαρτί, πέτρα», ενώ οι υπόλοιπες παρακολουθούσαν προσηλωμένες.
Όχι όμως τόσο προσηλωμένες ώστε να μην την προσέξουν. Μόλις η Μιν τούς μετέδωσε το μήνυμα του Ραντ, η χειρομιλία τέθηκε σε λειτουργία σε όλο το μήκος του διαδρόμου και κατόπιν δύο ψηλόλιγνες Κόρες έφυγαν τρεχάτες. Οι υπόλοιπες επέστρεψαν στο παιχνίδι, είτε συμμετέχοντας είτε παρακολουθώντας.
Ξύνοντας το κεφάλι της γεμάτη απορία, η Μιν επέστρεψε στο εσωτερικό. Οι Κόρες της προκαλούσαν ανέκαθεν κάποια νευρικότητα, αλλά πάντα της μιλούσαν, άλλες φορές με σεβασμό, λες κι απευθύνονταν σε κάποια Σοφή, κι άλλες καλαμπουρίζοντας, αν και το χιούμορ τους ήταν, αν μη τι άλλο, παράξενο. Ποτέ, όμως, δεν είχε τύχει να την αγνοήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Ο Ραντ βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα και το απλό αυτό γεγονός έκανε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα. Είχε βγάλει το πανωφόρι του κι η χιονάτη πουκαμίσα του ήταν λυμένη στον λαιμό και στα μανικέτια και τραβηγμένη από το παντελόνι του. Η γυναίκα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, έγειρε πίσω, ακουμπώντας σε έναν από τους βαριούς στύλους από μαυρόξυλο, και τίναξε ψηλά το πόδι της, σταυρώνοντας τους αστραγάλους της. Δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τον Ραντ να γδύνεται, και σκόπευε να το απολαύσει.
Αυτός όμως, αντί να συνεχίσει το γδύσιμο, έμεινε εκεί, κοιτώντας την. «Τι θα μπορούσε να με διδάξει η Κάντσουεϊν;» ρώτησε ξαφνικά.