«Εσένα και όλους τους Άσα’μαν», αποκρίθηκε η Μιν. Αυτά έβλεπε στις εικόνες της. «Δεν ξέρω, Ραντ. Το μόνο που ξέρω είναι πως πρέπει να το μάθεις. Κι εσύ κι όλοι σας». Φαίνεται πως ο Ραντ δεν σκόπευε να βγάλει την πουκαμίσα του. Η Μιν αναστέναξε και συνέχισε. «Την έχεις ανάγκη, Ραντ. Δεν έχεις την πολυτέλεια να την κάνεις να θυμώσει, ούτε και να την καταδιώξεις». Η αλήθεια ήταν πως δεν πίστευε ότι υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να καταδιώξει την Κάντσουεϊν, ούτε καν πενήντα Μυρντράαλ και χίλιοι Τρόλοκ, αλλά δεν είχε μεγάλη διαφορά.
Το βλέμμα του Ραντ πήρε μια απόκοσμη χροιά, και μια στιγμή αργότερα κούνησε το κεφάλι του. «Για ποιον λόγο να ακούω έναν παράφρονα;» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του σχεδόν. Μα το Φως, πράγματι πίστευε πως ο Λουζ Θέριν Τέλαμον μιλούσε μέσα στο κεφάλι του; «Δώσε την εντύπωση σε κάποιον ότι τον έχεις ανάγκη, Μιν, και θα το εκμεταλλευτεί στο έπακρο. Θα σου βάλει λαιμαριά και θα σε σέρνει όπου θέλει. Εγώ δεν προτίθεμαι να βάλω καπίστρι στον λαιμό μου, ούτε για τις Άες Σεντάι ούτε για κανέναν άλλον!» Οι γροθιές του ξεσφίχτηκαν αργά. «Εσύ είσαι αυτή που χρειάζομαι, Μιν», είπε απλά. «Όχι για τις εικόνες. Απλώς σε έχω ανάγκη».
Που να καιγόταν, μπορούσε να της τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια χρησιμοποιώντας μερικές λέξεις μονάχα!
Με ένα χαμόγελο εξίσου ανυπόμονο με το δικό της, άδραξε την κάτω μεριά της πουκαμίσας του και με τα δύο χέρια κι άρχισε να την τραβάει πάνω από το κεφάλι του. Η γυναίκα σταύρωσε τα δάχτυλά της πάνω στο στομάχι της κι έγειρε πίσω να παρακολουθήσει.
Οι τρεις Κόρες που προέλασαν στο δωμάτιο δεν φορούσαν πια το σούφα που κάλυπτε τα κοντοκομμένα μαλλιά τους στον διάδρομο. Μπήκαν μέσα με άδεια χέρια, χωρίς να έχουν επάνω τους αυτά τα μαχαίρια της ζώνης με τις πλατιές λάμες. Αυτές ήταν οι μόνες λεπτομέρειες που μπόρεσε να παρατηρήσει η Μιν.
Το κεφάλι και τα χέρια του Ραντ εξακολουθούσαν να είναι μέσα στην πουκαμίσα του, κι η Σομάρα, ξανθωπή και ψηλή ακόμα και για Αελίτισσα, άρπαξε το λευκό λινό και το έκανε ένα κουβάρι, παγιδεύοντάς τον. Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, τον κλώτσησε ανάμεσα στα πόδια. Με μια πνιχτή κραυγή, ο άντρας έσκυψε μπροστά τρικλίζοντας.
Η Νεσάιρ με τα φλογερά μαλλιά, αρκετά όμορφη παρά τα άσπρα σημάδια στα ηλιοκαμένα της μάγουλα, βύθισε τη γροθιά της στο δεξί του πλευρό, αρκετά δυνατά για να τον κάνει να παραπατήσει πλάγια.
Βγάζοντας ένα ουρλιαχτό, η Μιν πήδησε από το κρεβάτι. Δεν είχε ιδέα τι είδους τρέλα ήταν αυτή που συνέβαινε εδώ, ούτε να υποθέσει μπορούσε. Ένα από τα μαχαίρια της γλίστρησε με μια απαλή κίνηση από το μανίκι της κι η γυναίκα έπεσε πάνω στις Κόρες φωνάζοντας: «Βοήθεια! Ω, Ραντ! Κάποιος να βοηθήσει!» Τουλάχιστον, αυτό προσπάθησε να φωνάξει.
Η τρίτη Κόρη, η Ναντέρα, στράφηκε σαν φίδι κι η Μιν βρέθηκε με ένα πόδι να της πιέζει το στομάχι. Ξεφύσησε αγκομαχώντας. Τα μαχαίρια ξεπετάχτηκαν από τα μουδιασμένα της χέρια και, κάνοντας μια τούμπα, απόφυγε τη γκρίζα μπότα της Κόρης και προσγειώθηκε στη ράχη της, τόσο δυνατά που αισθάνθηκε τον ελάχιστο αέρα που της είχε απομείνει να βγαίνει από τα πνευμόνια της. Πάσχιζε να κινηθεί, πάσχιζε να αναπνεύσει —να καταλάβει τι συνέβαινε!— αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κάθεται εκεί και να παρακολουθεί.
Οι τρεις γυναίκες ήταν αρκετά... επιμελείς. Η Νεσάιρ με τη Ναντέρα γρονθοκοπούσαν με τις γροθιές τους τον Ραντ, ενώ η Σομάρα τον κρατούσε σκυφτό και μπουρδουκλωμένο μέσα στην πουκαμίσα του. Ξανά και ξανά χτυπούσαν με μελετημένες κινήσεις τη σκληρή κοιλιά του Ραντ, καθώς και το δεξί του πλευρό. Η Μιν θα γελούσε υστερικά, αν της είχε απομείνει αέρας στα πνευμόνια. Προσπαθούσαν να τον ξεκάνουν με χτυπήματα, αποφεύγοντας επιμελώς να χτυπήσουν την περιοχή κοντά στο ευαίσθητο στρογγυλό σημάδι στην αριστερή του πλευρά, με τη μισογιατρεμένη χαρακιά που το διέτρεχε.
Γνώριζε πολύ καλά πόσο σκληροτράχηλο και δυνατό ήταν το κορμί του Ραντ, αλλά ποιος θα άντεχε σε τέτοιο σφυροκόπημα; Τα γόνατά του λύγισαν αργά, κι όταν ακούμπησαν στις πλάκες του δαπέδου η Ναντέρα κι η Νεσάιρ έκαναν πίσω. Ένευσαν κι οι δύο, κι η Σομάρα χαλάρωσε το κράτημα στην πουκαμίσα του Ραντ. Ο άντρας έπεσε μπρούμυτα. Τον άκουγε που πάσχιζε να πάρει ανάσα, να συγκρατήσει τους γογγυσμούς που ανέβαιναν στο λαρύγγι του παρά τις προσπάθειές του. Η Σομάρα γονάτισε και του κατέβασε την πουκαμίσα σχεδόν διακριτικά. Ο Ραντ απέμεινε εκεί, με το μάγουλό του ακουμπισμένο στο πάτωμα και τα μάτια γουρλωμένα, παλεύοντας να ανασάνει.
Η Νεσάιρ έσκυψε, άρπαξε μια τούφα μαλλιά και τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω. «Το κάναμε δικαιωματικά», γρύλλισε, «αλλά κάθε Κόρη επιθυμεί να απλώσει χέρι επάνω σου. Εξαιτίας σου εγκατέλειψα τη φυλή μου, Ραντ αλ’Θόρ. Δεν θα σου επιτρέψω να με φτύσεις!»