Выбрать главу

Και το τελευταίο άτομο που κατοικούσε στο Παλάτι του Ήλιου γνώριζε πια εξ όψεως τον Αναγεννημένο Δράκοντα, όπως γνώριζε επίσης και ποιοι ήταν αυτοί οι μαυροντυμένοι άντρες. Υπηρέτες με μαύρες λιβρέες έκαναν βαθιές υποκλίσεις κι έσπευδαν να απομακρυνθούν. Οι περισσότεροι ευγενείς πάσχιζαν να βρεθούν όσο πιο μακρά γινόταν από τους πέντε άντρες με τη δυνατότητα της διαβίβασης, προφασιζόμενοι επείγουσες δουλειές. Η Άιλιλ τους παρακολουθούσε να περνούν με μια ανεξιχνίαστη έκφραση στο πρόσωπό της. Η Αναγιέλα χαζογελούσε, φυσικά, αλλά όταν ο Ραντ έριξε μια ματιά προς τα πίσω την είδε να κοιτάει προς το μέρος του, κι η έκφραση του προσώπου της συναγωνιζόταν αυτό της Ναντέρα. Ο Μπέρτομ χαμογέλασε καθώς γονυπετούσε, ένα χαμόγελο σκοτεινό, χωρίς ίχνος κεφιού ή χαράς.

Η Ναντέρα δεν μίλησε ούτε όταν έφθασαν στον προορισμό τους, απλώς έδειξε με ένα από τα δόρατά της προς τη μεριά μιας κλειστής πόρτας, έκανε μεταβολή και πήρε τον δρόμο από τον οποίο είχαν έρθει. Ο Καρ’α’κάρν έμεινε μόνος, δίχως καμιά Κόρη να τον φρουρεί. Άραγε, πίστευαν πως τέσσερις Άσα’μαν ήταν αρκετοί για την ασφάλειά του; Ή μήπως η αναχώρησή της ήταν άλλη μια ένδειξη δυσαρέσκειας;

«Κάντε ό,τι σας είπα», είπε ο Ραντ.

Ο Ντασίβα τινάχτηκε σαν να συνήλθε εκείνη τη στιγμή κι άδραξε την Πηγή. Η πλατιά πόρτα, σκαλισμένη με κάθετες γραμμές, άνοιξε με πάταγο εξαιτίας μιας ροής Αέρα. Οι υπόλοιποι τρεις άδραξαν το σαϊντίν κι ακολούθησαν τον Ντασίβα στο εσωτερικό με πρόσωπα βλοσυρά.

«Ο Αναγεννημένος Δράκοντας», έλεγε η ηχηρή φωνή του Ντασίβα, μεγεθυσμένη ελαφρά από τη Δύναμη, «ο Βασιλιάς του Ίλιαν, ο Άρχοντας του Πρωινού, έρχεται να προϋπαντήσει αυτή τη γυναίκα, την Κάντσουεϊν Μελάιντριν».

Ο Ραντ προχώρησε στο εσωτερικό και στάθηκε ισιώνοντας την ψηλή κορμοστασιά του. Δεν αναγνώρισε την ύφανση του Ντασίβα, αλλά η ατμόσφαιρα έμοιαζε να βομβίζει από απειλή, από κάτι αδυσώπητο που πλησίαζε ολοένα.

«Σου έστειλα μήνυμα, Κάντσουεϊν», είπε ο Ραντ. Δεν είχε χρησιμοποιήσει υφάνσεις. Η φωνή του ήταν σκληρή και σταθερή, χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια.

Η Πράσινη αδελφή που θυμόταν καθόταν δίπλα σε ένα μικρό τραπέζι με ένα κεντητό τσέρκι στα χέρια της και με ένα ανοικτό καλάθι στην γυαλισμένη επιφάνεια του τραπεζιού, από τα διαχωριστικά τμήματα του οποίου ξεπετάγονταν ματσάκια ζωηρόχρωμων κλωστών. Ήταν ακριβώς όπως τη θυμόταν· εκείνο το εξουσιαστικό πρόσωπο με τον σκούρο γκρίζο κότσο στην κορυφή, στολισμένο με μικρά χρυσόψαρα, πουλιά, αστέρια και φεγγαράκια που ταλαντεύονταν. Τα σκούρα μάτια φάνταζαν κατάμαυρα πάνω στο όμορφο πρόσωπο. Ψυχρά, σοβαρά μάτια. Ο Λουζ Θέριν άφησε μια γοερή κραυγή κι εξαφανίστηκε μόλις την αντίκρισε.

«Λοιπόν», είπε η γυναίκα αφήνοντας στο τραπέζι το κεντητό τσέρκι, «θα έλεγα ότι περίμενα κάτι καλύτερο. Απ’ όσα έχω ακούσει για σένα, αγόρι μου, το λιγότερο που περίμενα ήταν να εισέλθεις εν μέσω κωδωνοκρουσιών, κάτω από τον ήχο σαλπίγγων και βεγγαλικών που να φωτίζουν τους ουρανούς». Παρατήρησε γαλήνια τους πέντε άντρες με τα πέτρινα πρόσωπα και με την ικανότητα της διαβίβασης, αρκετοί για να κάνουν οποιαδήποτε άλλη Άες Σεντάι να μορφάσει. Εξίσου γαλήνια, ατένισε και τον Αναγεννημένο Δράκοντα. «Ελπίζω πως κάποιος από σας θα κάνει έστω και μία ταχυδακτυλουργία», είπε. «Ή θα καταπιεί φλόγες. Ανέκαθεν μου άρεσε να παρακολουθώ αοιδούς να καταπίνουν φωτιά».

Ο Φλιν γέλασε πριν προλάβει να συγκρατηθεί, και το γέλιο του έμοιαζε με γάβγισμα. Πέρασε τα δάχτυλά του σαν τσουγκράνα μέσα από τον θύσανο των μαλλιών του και φάνηκε να παλεύει να καταπνίξει τη θυμηδία του. Ο Μορ με τον Χόπγουιλ αντάλλαξαν αινιγματικά βλέμματα, κάπως οργισμένα. Ο Ντασίβα χαμογέλασε δυσάρεστα κι η ύφανση που είχε φτιάξει έγινε ισχυρότερη, μέχρι που ο Ραντ αισθάνθηκε την ανάγκη να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του, για να δει αν κάτι ορμούσε προς το μέρος του.

«Σου αρκεί που γνωρίζεις ότι είμαι αυτός που είμαι», της είπε. «Ντασίβα, κι όλοι οι υπόλοιποι, περιμένετε έξω».

Ο Ντασίβα άνοιξε το στόμα του, σαν να ήθελε να διαμαρτυρηθεί. Αυτό δεν ήταν μέρος των οδηγιών του Ραντ, αλλά δεν είχαν σκοπό να φοβίσουν υπερβολικά τη γυναίκα με αυτόν τον τρόπο. Ο άντρας βγήκε έξω, μουρμουρίζοντας κάτι μέσα από τα δόντια του. Ο Χόπγουιλ κι ο Μορ απομακρύνθηκαν κι αυτοί πρόθυμα, λοξοκοιτώντας την Κάντσουεϊν. Ο Φλιν ήταν ο μόνος που αποχώρησε αξιοπρεπώς, παρά το ότι κούτσαινε. Ωστόσο, εξακολουθούσε να φαίνεται πως το διασκεδάζει!

Ο Ραντ διαβίβασε, και μια βαριά πολυθρόνα με σκάλισμα που απεικόνιζε μια λεοπάρδαλη ανασηκώθηκε από το σημείο που βρισκόταν κι αιωρήθηκε στον αέρα, στριφογυρνώντας και κάνοντας τούμπες, πριν προσγειωθεί μαλακά σαν φτερό μπροστά στην Κάντσουεϊν. Την ίδια στιγμή μια βαριά ασημένια κανάτα αιωρήθηκε μακριά από ένα μακρύ τραπέζι σκεπασμένο με τραπεζομάντιλο στην άλλη άκρη του δωματίου, αφήνοντας ένα ηχηρό σφύριγμα καθώς ζεσταινόταν ξαφνικά. Ατμός ξεπετάχτηκε από την κορυφή της κι η κανάτα αναποδογύρισε, γυρνώντας γύρω-γύρω σαν αργή σβούρα, ενώ μια ασημένια κούπα έσπευσε να γεμίσει με το σκούρο ρευστό.