Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν έπρεπε να γελάσει και την κοίταξε. «Σε μαθαίνουν πώς να το κάνεις αυτό;» τη ρώτησε απαιτητικά. «Εννοώ, πώς να κάνεις μια υπόσχεση να φαντάζει σαν απειλή».
«Α, κατάλαβα. Εσύ θέλεις κανόνες, όπως και τα περισσότερα αγόρια, άσχετα από το τι λένε. Πολύ καλά. Για να δούμε. Δεν αντέχω την αγένεια, πράγμα που σημαίνει πως θα είσαι εξαιρετικά ευγενικός απέναντί μου, απέναντι στους φίλους μου και στους φιλοξενούμενούς μου. Σε περίπτωση που δεν κατάλαβες, αυτό σημαίνει πως δεν θα διαβιβάσεις κι ότι θα κρατάς την ψυχραιμία σου, αυτό κι αν είναι αξιομνημόνευτο. Ο κανόνας περιλαμβάνει και τους... συντρόφους σου με τα μαύρα πανωφόρια. Θα είναι κρίμα να σε ξυλοφορτώσω για κάποιο δικό τους λάθος. Φτάνουν αυτά; Αν χρειαστεί, μπορώ να συνεχίσω».
Ο Ραντ ακούμπησε την κούπα του πλάι στο κάθισμα. Το τσάι είχε κρυώσει κι ήταν πικρό. Το χιόνι είχε αρχίσει να σωρεύεται σε μάζες κάτω από τα παράθυρα. «Υποτίθεται πως εγώ θα τρελαινόμουν, Άες Σεντάι, αλλά βλέπω πως εσύ ήδη πρόλαβες». Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
«Ελπίζω πως δεν προσπάθησες να κάνεις χρήση του Καλαντόρ», είπε αυτάρεσκα πίσω του. «Άκουσα πως χάθηκε από την Πέτρα. Μπορεί να κατάφερες να δραπετεύσεις την πρώτη φορά, αλλά δεν σημαίνει πως θα τα καταφέρεις και τη δεύτερη».
Ο Ραντ κοντοστάθηκε και στράφηκε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Η γυναίκα έσπρωχνε αυτή την καταραμένη βελόνα μέσα από το ύφασμα που είχε απλώσει στο τσέρκι της! Ο άνεμος σφύριζε και το χιόνι στροβιλιζόταν γύρω της, αλλά αυτή ούτε καν ανασήκωσε το κεφάλι της. «Τι εννοείς όταν λες ότι κατάφερα να δραπετεύσω;»
«Τι πράγμα;» Εξακολουθούσε να μην τον κοιτάει. «Α, ελάχιστοι είναι αυτοί, ακόμα και μέσα στον Πύργο, που γνωρίζουν τι ήταν το Καλαντόρ πριν το τραβήξεις, αλλά υπάρχουν μερικά εκπληκτικά πράγματα κρυμμένα στις μουχλιασμένες γωνιές της Βιβλιοθήκης του Πύργου. Τα ξεσκάλισα λίγα χρόνια πριν, όταν μου δημιουργήθηκε για πρώτη φορά η υποψία ότι βύζαινες ακόμα από το στήθος της μάνας σου. Λίγο πριν αποφασίσω να αποσυρθώ. Τα μωρά είναι μεγάλη φασαρία και δεν είχα ιδέα πώς να σε βρω πριν σταματήσεις τον θηλασμό».
«Τι εννοείς;» τη ρώτησε απαιτητικά και τραχιά.
Τότε η Κάντσουεϊν ύψωσε το βλέμμα της, και με τα μαλλιά της να είναι χυτά και το χιόνι να κατακάθεται πάνω στο φόρεμα της έμοιαζε με βασίλισσα. «Σου είπα ότι δεν ανέχομαι την αγένεια. Αν σκοπεύεις να ζητήσεις ξανά τη βοήθειά μου, κάνε το ευγενικά. Περιμένω δε να μου ζητήσεις συγγνώμη και για τη σημερινή συμπεριφορά σου!»
«Τι ήθελες να πεις για το Καλαντόρ;»
«Είναι ελαττωματικό», αποκρίθηκε κοφτά η γυναίκα. «Του λείπει ο απομονωτής που κάνει τα άλλα σα’ανγκριάλ να είναι ασφαλή στη χρήση τους. Προφανώς, μεγεθύνει το μίασμα, προκαλώντας φρενίτιδα στο μυαλό. Όσο, τουλάχιστον, το χρησιμοποιεί κάποιος άντρας. Ο μόνος ασφαλής τρόπος για σένα να χρησιμοποιήσεις το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί, χωρίς να ρισκάρεις να σκοτωθείς ο ίδιος ή να κάνεις το Φως ξέρει τι είδους άλλη τρέλα, είναι να το συνδέσεις με δύο γυναίκες, η μία εκ των οποίων θα κατευθύνει τις ροές».
Πασχίζοντας να ζαρώσει τους ώμους του, απομακρύνθηκε από κοντά της. Ώστε λοιπόν, δεν ήταν μονάχα αυτή η μανία του σαϊντίν γύρω από το Έμπου Νταρ που είχε σκοτώσει τον Άντλεϋ. Είχε δολοφονήσει τον άντρα τη στιγμή που ανέθετε την αποστολή στον Ναρίσμα.
Η φωνή της Κάντσουεϊν τον κυνηγούσε. «Θυμήσου το, αγόρι μου. Πρέπει να το ζητήσεις πολύ ευγενικά και να απολογηθείς. Αν η απολογία σου ηχεί ειλικρινής, μπορεί και να συμφωνήσω».
Ο Ραντ ούτε που την άκουγε καν. Ήλπιζε να χρησιμοποιήσει ξανά το Καλαντόρ, ήλπιζε να αποδεικνυόταν αρκετά δυνατό. Τώρα, είχε μονάχα μια ευκαιρία, κι αυτή τον τρόμαζε. Του φάνηκε πως άκουγε τη φωνή μιας άλλης γυναίκας, τη φωνή μιας γυναίκας νεκρής. Θα μπορούσες να προκαλέσεις ακόμα και τον Δημιουργό.
28
Πορφυράγκαθο
Το σκηνικό δεν έμοιαζε κατάλληλο για την έκρηξη που φοβόταν η Ηλαίην. Η Γέφυρα του Χάρλον ήταν ένα χωριό μετρίου μεγέθους, με τρία πανδοχεία και με αρκετά σπίτια, έτσι που να μη χρειάζεται να κοιμηθεί κάποιος σε καμιά σοφίτα αχυρώνα. Όταν εκείνο το πρωί η Ηλαίην με την Μπιργκίτε πήγαν κάτω, στην κοινή αίθουσα, η Κυρά Ντιλ, η στρουμπουλή πανδοχέας, τους χαμογέλασε θερμά κι υποκλίθηκε τόσο βαθιά όσο της επέτρεπε το μέγεθος της. Η υπόκλιση δεν είχε να κάνει με το γεγονός πως η Ηλαίην ήταν Άες Σεντάι. Η Κυρά Ντιλ ήταν τόσο ευχαριστημένη που το πανδοχείο της ήταν γεμάτο —και, μάλιστα, σε μια εποχή που οι δρόμοι ήταν καλυμμένοι με χιόνι— ώστε υποκλινόταν σχεδόν σε όποιον έβλεπε μπροστά της. Στην είσοδο, η Αβιέντα κατάπιε βιαστικά τα υπολείμματα του πρωινού της, λίγο ψωμί και τυρί, σκούπισε μερικά ψίχουλα από το πράσινο φόρεμά της κι άρπαξε τον μαύρο μανδύα της για να πάει μαζί τους.