Έξω, ο ήλιος μόλις που ξεμύτιζε από τον ορίζοντα, ένας χαμηλός, ωχροκίτρινος θόλος. Ελάχιστα ήταν τα σύννεφα που κηλίδωναν τον όμορφο μπλε ουρανό, κι αυτά ήταν λευκά κι αφράτα, όχι το είδος των νεφών που κουβαλούν χιόνι. Η μέρα έμοιαζε υπέροχη για ταξίδι.
Μόνο που η Αντελέας χάραζε ένα μονοπάτι στον χιονισμένο δρόμο, κι η ασπρομάλλα αδελφή έσερνε από το χέρι μια γυναίκα του Σογιού, την Γκαρένια Ροσόιντε. Η Γκαρένια ήταν μια Σαλδαία με λεπτούς γοφούς που είχε περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια εξασκώντας το επάγγελμα του εμπόρου, παρ’ όλο που φαινόταν λίγα χρόνια μεγαλύτερη της Νυνάβε. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, η γαμψή θεληματική της μύτη τής έδινε μια εμφάνιση επιβλητική, την εμφάνιση ανυποχώρητης γυναίκας συνηθισμένης σε σκληρό παζάρι. Τώρα, τα σκούρα λοξά της μάτια φάνταζαν μεγάλα πάνω στο πρόσωπό της και το πλατύ της στόμα έχασκε ανοιχτό σε βουβό ολοφυρμό. Ένα διαρκώς αυξανόμενο τσούρμο γυναικών του Σογιού τις ακολουθούσε κατά πόδας, με τις φούστες κρατημένες ψηλά για να μη σέρνονται στο χιόνι, ψιθυρίζοντας αναμεταξύ τους, ενώ όλο και περισσότερες έρχονταν να ενωθούν μαζί τους από κάθε κατεύθυνση. Η Ρεάνε με τις υπόλοιπες του Πλεχτού Κύκλου βρίσκονταν μπροστά-μπροστά, βλοσυρές και μουτρωμένες, εκτός από την Κίρστιαν που έμοιαζε χλωμότερη απ’ ό,τι συνήθως. Κάπου εκεί ήταν κι η Άλις, με μια εντελώς κενή έκφραση χαραγμένη στο πρόσωπό της.
Η Αντελέας σταμάτησε μπροστά στην Ηλαίην και τράβηξε την Γκαρένια τόσο δυνατά, ώστε η γυναίκα έπεσε κάτω ακουμπώντας τα χέρια και τα γόνατά της πάνω στο χιόνι. Έμεινε εκεί, εξακολουθώντας τη θρηνωδία της. Οι γυναίκες του Σογιού μαζεύτηκαν πίσω της, ενώ συσσωρεύονταν όλο και περισσότερες.
«Σ’ τη φέρνω εσένα, επειδή η Νυνάβε είναι απασχολημένη», είπε η Καφετιά αδελφή στην Ηλαίην. Εννοούσε πως η Νυνάβε απολάμβανε μερικές στιγμές ελευθερίας παρέα με τον Λαν, αλλά για πρώτη φορά μια υποψία χαμόγελου χάραξε τα χείλη της. «Κάνε ησυχία, κορίτσι μου!» είπε απότομα στην Γκαρένια, κι εκείνη ησύχασε αμέσως. Η Αντελέας ένευσε ικανοποιημένη. «Αυτή εδώ δεν είναι η Γκαρένια Ροσόιντε», είπε. «Την αναγνώρισα, τελικά. Πρόκειται για τη Ζάρυα Αλκέζε, μια μαθητευόμενη που το έσκασε λίγο προτού η Βαντέν κι εγώ αποφασίσουμε να αποσυρθούμε και να γράψουμε τη δική μας ιστορία του κόσμου. Το ομολόγησε μόλις την αντίκρισα. Εκπλήσσομαι που δεν την αναγνώρισε η Κάρεαν προηγουμένως. Ως μαθητευόμενη, ήταν μαζί της επί δύο χρόνια. Ο νόμος είναι ξεκάθαρος, Ηλαίην. Μια φυγάς πρέπει να ντυθεί ξανά στα λευκά το συντομότερο δυνατόν και να τεθεί κάτω από συνθήκες αυστηρής πειθαρχίας μέχρι να επιστραφεί στον Πύργο για να τιμωρηθεί αναλόγως. Έπειτα από αυτό, δεν πρόκειται να ξανασκεφτεί να το σκάσει!»
Η Ηλαίην ένευσε αργά, πασχίζοντας να σκεφτεί να πει κάτι. Άσχετα αν περνούσε από το μυαλό της Γκαρένια —δηλαδή της Ζάρυα— να το σκάσει ξανά, δεν έπρεπε να της δοθεί η παραμικρή ευκαιρία. Ήταν πολύ δυνατή όσον αφορά στη Δύναμη. Ο Πύργος δεν θα την άφηνε να φύγει ακόμα κι αν της έπαιρνε μια ζωή μέχρι να κερδίσει επάξια το επώμιο. Η Ηλαίην, όμως, θυμήθηκε κάτι που είχε πει αυτή η γυναίκα την πρώτη φορά που τη συνάντησε. Τότε δεν είχε δώσει πολλή σημασία στα λόγια της, αλλά τώρα έβγαινε νόημα. Πώς ήταν δυνατόν η Ζάρυα να ντυθεί ξανά στα λευκά της μαθητευόμενης όταν είχε ζήσει ως γυναίκα επί εβδομήντα χρόνια; Και το χειρότερο ήταν πως αυτοί οι ψίθυροι που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στις γυναίκες του Σογιού είχαν αρχίσει να ηχούν σαν υπόκωφες βροντές.
Δεν είχε πολλή ώρα στη διάθεσή της για να σκεφτεί. Ξαφνικά, η Κίρστιαν έπεσε στα γόνατα, αδράχνοντας με το ένα της χέρι τη φούστα της Αντελέας. «Υποτάσσομαι», είπε ήρεμα, κι ήταν να απορεί κανείς με τον τόνο της φωνής της που προερχόταν από αυτό το αναιμικό πρόσωπο. «Έγινα μέλος στο βιβλίο των μαθητευομένων σχεδόν τριακόσια χρόνια πριν κι έφυγα λιγότερο από ένα χρόνο μετά. Υποτάσσομαι και... κι ικετεύω για τον οίκτο σας».
Ήταν η σειρά της ασπρομάλλας Αντελέας να γουρλώσει τα μάτια της. Η Κίρστιαν ισχυριζόταν πως το είχε σκάσει από τον Λευκό Πύργο όταν η ίδια ήταν ακόμα νήπιο, ίσως και πριν γεννηθεί καν! Οι περισσότερες αδελφές εξακολουθούσαν να μην παίρνουν σοβαρά τις ηλικίες που ισχυρίζονταν ότι είχαν οι γυναίκες του Σογιού. Πράγματι, η Κίρστιαν έδινε την εντύπωση μεσήλικης γυναίκας.