Ωστόσο, η Αντελέας συνήλθε γρήγορα. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η άλλη γυναίκα, η Αντελέας ήταν Άες Σεντάι όσα χρόνια περίπου ήταν ο μέσος όρος ζωής ενός ανθρώπου. Απέπνεε μια αύρα ωριμότητας κι εξουσίας. «Αν είναι έτσι, παιδί μου», κι η φωνή της κόμπιασε λίγο προφέροντας αυτά τα λόγια, «φοβάμαι πως πρέπει να ντυθείς κι εσύ στα λευκά. Η τιμωρία σου θα ισχύει, αλλά θα μετριαστεί λόγω της υποταγής σου».
«Γι’ αυτό και το έκανα». Η σταθερή φωνή της Κίρστιαν έσπασε λίγο επειδή ξεροκατάπιε ηχηρά. Ήταν σχεδόν εξίσου ισχυρή όσο κι η Ζάρυα —καμιά γυναίκα του Πλεχτού Κύκλου δεν ήταν αδύναμη— κι έπρεπε να την προσέχουν πολύ. «Ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα με ανακαλύπτατε».
Η Αντελέας ένευσε λες κι αυτό ήταν προφανές, αν κι η Ηλαίην δεν μπορούσε να φανταστεί καν με ποιο τρόπο θα ανακαλυπτόταν η γυναίκα αυτή. Αμφέβαλλε πολύ κατά πόσον το Κίρστιαν Τσάλγουιν ήταν το όνομα με το οποίο γεννήθηκε. Πάντως, οι περισσότερες γυναίκες του Σογιού πίστευαν στην παντογνωσία των Άες Σεντάι. Έτσι έπρεπε, τουλάχιστον.
«Μπούρδες!» Η βραχνή φωνή της Σαράινια Βόστοβαν διαπέρασε το υπόκωφο μουρμουρητό του Σογιού. Δεν ήταν ούτε αρκετά δυνατή για να γίνει Άες Σεντάι, ούτε αρκετά μεγάλη για να βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία του Σογιού, αλλά αυτά δεν την εμπόδισαν να αποσπαστεί από το πλήθος με τρόπο προκλητικό. «Και γιατί να τις παραδώσουμε στον Λευκό Πύργο; Έχουμε βοηθήσει γυναίκες να το σκάσουν, και καλά κάναμε! Δεν είναι μέρος του κανονισμού να τις παραδίδουμε πίσω!»
«Κάλμαρε!» είπε κοφτά η Ρεάνε. «Άλις, ανάλαβε τη Σαράινια, σε παρακαλώ. Φαίνεται πως ξεχνά πολλά από αυτά που ισχυρίζεται πως γνωρίζει».
Η Άλις έριξε μια ματιά στη Ρεάνε και το πρόσωπό της εξακολουθούσε να είναι ανέκφραστο. Η Άλις, που επέβαλλε τους κανόνες του Σογιού με σιδερένια πυγμή. «Δεν αποτελεί μέρος των κανονισμών μας να γυρίζουμε πίσω όσες λιποτακτούν, Ρεάνε», είπε.
Η Ρεάνε τινάχτηκε λες και κάτι τη χτύπησε. «Και με ποιον τρόπο προτείνεις να τις κρατήσουμε;» ρώτησε τελικά απαιτητικά. «Ήδη έχουμε κρύψει λιποτάκτριες μέχρι να βεβαιωθούμε ότι δεν τις κυνηγούν πια, κι αν προλάβαιναν να τις ανακαλύψουν, τις στέλναμε στις αδελφές. Αυτός είναι ο νόμος, Άλις. Προτείνεις κάτι άλλο που να τον καταστρατηγεί; Μήπως προτείνεις να στραφούμε εναντίον των Άες Σεντάι;» Η ειρωνεία αυτής της προοπτικής ήταν έντονη στη φωνή της, η Άλις ωστόσο έμεινε σιωπηλή να την κοιτάει.
«Ναι!» ακούστηκε μια φωνή μέσα από το πλήθος των γυναικών του Σογιού. «Είμαστε πολλές κι είναι λίγες!» Η Αντελέας ατένισε το πλήθος δύσπιστα. Η Ηλαίην αγκάλιασε το σαϊντάρ, μολονότι ήξερε πως η φωνή είχε δίκιο — όντως, το Σόι ήταν τεράστιο. Αισθάνθηκε την Αβιέντα να αγκαλιάζει τη Δύναμη, και την Μπιργκίτε να είναι αποφασισμένη.
Η Άλις ανακινήθηκε, σαν να ερχόταν στα συγκαλά της, κι έκανε κάτι πιο πρακτικό και, σίγουρα, πιο αποτελεσματικό. «Σαράινια», είπε δυνατά, «θα αναφερθείς σε μένα όταν σταματήσουμε απόψε, και θα μαστιγωθείς με μια βέργα πριν ξεκινήσουμε το πρωί. Κι εσύ, Άσρα. Σας αναγνώρισα από τις φωνές σας!» Κι έπειτα, εξίσου δυνατά, στράφηκε στη Ρεάνε. «Θα αναφερθώ όσον αφορά στην κρίση σας μόλις σταματήσουμε απόψε. Δεν βλέπω να ετοιμάζεται κανείς!».
Οι γυναίκες του Σογιού διαλύθηκαν γρήγορα και κίνησαν να μαζέψουν τα πράγματά τους, αλλά η Ηλαίην πρόσεξε μερικές που συνομιλούσαν σιωπηλά καθώς έφευγαν. Όταν πέρασαν τη γέφυρα πάνω από το παγωμένο ποταμάκι που κατηφόριζε στριφογυριστά πλάι στο χωριό, με τη Νυνάβε να είναι καχύποπτη σχετικά με όσα έχασε και να αγριοκοιτάζει τριγύρω, έτοιμη να γκρινιάξει σε όποιον έβρισκε μπροστά της, η Σαράινια κι η Άσρα κουβαλούσαν τις βέργες —όπως, επίσης, κι η Άλις— ενώ η Ζάρυα κι η Κίρστιαν φόρεσαν βιαστικά λευκά φορέματα κάτω από τους μαύρους μανδύες τους. Οι Ανεμοσκόποι τις έδειχναν με το δάχτυλο, ξεσπώντας σε γέλια. Ωστόσο, κάμποσες από τις γυναίκες του Σογιού εξακολουθούσαν να μιλούν ανά παρέες, σωπαίνοντας απότομα μόλις έπεφτε επάνω τους το βλέμμα κάποιας αδελφής ή κάποιας γυναίκας του Πλεχτού Κύκλου. Όταν κοιτούσαν τις Άες Σεντάι, η ματιά τους σκοτείνιαζε.
Οκτώ ακόμα μέρες τσαλαβουτήματος μέσα στο χιόνι, όταν αυτό δεν έπεφτε, και κροταλίσματος των δοντιών σε κάποιο πανδοχείο, όταν και αν βρισκόταν. Οκτώ ακόμα μέρες μελαγχολίας ανάμεσα στις γυναίκες του Σογιού, οκτώ πληκτικές μέρες μαζί με τις αδελφές, μέρες αγέρωχου περπατήματος με τις Ανεμοσκόπους, γύρω από τις γυναίκες του Σογιού και τις Άες Σεντάι. Το πρωί της ένατης μέρας, η Ηλαίην είχε φτάσει στο σημείο να εύχεται να είχαν αλληλοσφαχτεί.