Η πύλη τη γέμισε απογοήτευση. Η Ηλαίην θα μπορούσε να φτιάξει αυτήν την ύφανση χρησιμοποιώντας μονάχα ένα μέρος της δύναμής της, αλλά για κάποιον λόγο η Αβιέντα χρειάστηκε να καταναλώσει σχεδόν ολόκληρη τη δική της. Ήταν σίγουρη πως θα μπορούσε να έχει υφάνει μια μεγαλύτερη, τόσο μεγάλη όσο μπορούσε κι η Ηλαίην, χρησιμοποιώντας τις υφάνσεις που είχε δημιουργήσει χωρίς δεύτερη σκέψη ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει από τον Ραντ αλ’Θόρ, πριν από πολύ καιρό όπως της φαινόταν. Άσχετα όμως από το πόσο σκληρά προσπαθούσε, μόνο ψήγματα αναδύονταν στη μνήμη της. Δεν ένιωθε ζήλια —η αλήθεια ήταν πως ένιωθε πολύ περήφανη για τα κατορθώματα της κονταδελφής της— αλλά η αποτυχία της ίδιας έκανε την καρδιά της να φουντώνει από ντροπή. Η Σορίλεα ή η Άμυς θα ήταν πολύ σκληρές μαζί της, αν το ήξεραν. Για την ντροπή, δηλαδή. Υπερβολική έπαρση, έτσι θα το αποκαλούσαν. Η Άμυς θα καταλάβαινε. Άλλωστε, είχε υπηρετήσει ως Κόρη. Πράγματι, η ντροπή ήταν αναμενόμενη όταν αποτύγχανες σ’ αυτό που είχες την ικανότητα να κάνεις. Αν δεν ήταν υποχρεωμένη να κρατεί την ύφανση, θα το έβαζε στα πόδια, έτσι ώστε να μην μπορεί να τη δει κανείς.
Η αναχώρηση είχε προγραμματιστεί προσεκτικά, και σε ολόκληρη την αυλή των στάβλων υπήρξε κινητοποίηση μόλις άνοιξε πλήρως η πύλη. Δύο γυναίκες του Πλεκτού Κύκλου σήκωσαν όρθια την κουκουλοφόρο Σκιοδρομέα, κι οι Ανεμοσκόποι σχημάτισαν βιαστικά μια γραμμή πίσω από τη Ρενάιλ ντιν Κάλον. Οι υπηρέτες άρχισαν να φέρνουν τα άλογα από τους στάβλους. Ο Λαν, η Μπιργκίτε κι ένας από τους Προμάχους της Κάρεαν, ένας ψηλόλιγνος άντρας ονόματι Σίεριλ Αρζούνα, πέρασαν διαδοχικά από την πύλη. Όπως οι Φαρ Ντάραϊς Μάι, οι Πρόμαχοι πάντα αξίωναν το δικαίωμα να προπορεύονται σε μια αναγνωριστική αποστολή. Η Αβιέντα λαχταρούσε να πάει μαζί τους, αλλά δεν είχε νόημα. Αντίθετα από την Ηλαίην, δεν μπορούσε να κάνει πάνω από πέντε ή έξι βήματα χωρίς να αρχίσει να εξασθενεί η ύφανση, και το ίδιο συνέβαινε όταν προσπαθούσε να τη διατηρήσει δεμένη. Ήταν πολύ ενοχλητικό.
Αυτήν τη φορά δεν ανέμεναν κανέναν πραγματικό κίνδυνο, οπότε οι Άες Σεντάι τους ακολούθησαν αμέσως, όπως επίσης η Ηλαίην με τη Νυνάβε. Οι αγροικίες ήταν πυκνά διασκορπισμένες στη δεντρόφυτη περιοχή, και πάντα υπήρχε η πιθανότητα να τους δει κάποιος περιπλανώμενος βοσκός ή ένα νεαρό ζευγάρι που αναζητούσε λίγη απομόνωση, αλλά κανείς Σκιόψυχος ή Σκιοδρομέας δεν μπορούσε να γνωρίζει καλά αυτό το ξέφωτο. Οι μόνες που το ήξεραν ήταν η ίδια, η Ηλαίην κι η Νυνάβε, αλλά κι εκείνες δεν είχαν πει κουβέντα κατά τη διάρκεια της διαλογής, από φόβο μην τις κρυφακούσουν. Η Ηλαίην στάθηκε στο άνοιγμα κι έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στην Αβιέντα, που της έκανε νόημα να προχωρήσει. Το πλάνο έπρεπε να ακολουθηθεί, εκτός κι αν υπήρχε σοβαρός λόγος να αλλάξει.
Οι Ανεμοσκόποι άρχισαν να παρελαύνουν στο ξέφωτο με αργούς ρυθμούς, με την καθεμία τους να δείχνει αναποφάσιστη καθώς πλησίαζε αυτό το πράγμα που δεν είχε ονειρευτεί ποτέ, ρουφώντας μια βαθιά ανάσα προτού εισέλθει. Και ξαφνικά, εκείνο το αγκαθερό συναίσθημα επέστρεψε.
Η Αβιέντα ανασήκωσε το βλέμμα της στα παράθυρα που δέσποζαν πάνω από την αυλή των στάβλων. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από τα λευκά παραπετάσματα από περίτεχνα σφυρηλατημένο σίδερο κι αδρά σκαλίσματα. Η Τάυλιν είχε διατάξει τους υπηρέτες να μείνουν μακριά από εκείνα τα παράθυρα, αλλά ποιος μπορούσε να σταματήσει την Τέσλυν ή την Τζολίνε ή... Κάτι την έκανε να κοιτάξει ψηλότερα, προς τη μεριά των θόλων και του πύργου. Στενά μονοπάτια περιέβαλλαν κάποιους από τους λυγερούς οβελίσκους και σε ένα από αυτά, πολύ ψηλά, υπήρχε μια σκοτεινή μορφή με φόντο τον ήλιο, που σχημάτιζε μια λαμπερή άλω γύρω του. Ένας άντρας.
Αισθάνθηκε την ανάσα να κόβεται στο στήθος της. Δεν υπήρχε τίποτα επάνω του που να υποδηλώνει κίνδυνο, έτσι όπως στεκόταν με τα χέρια ακουμπισμένα στο πέτρινο παραπέτο, ωστόσο η Αβιέντα ήξερε πως εκείνος ήταν ο υπεύθυνος για την ανατριχίλα που είχε νιώσει ανάμεσα στις ωμοπλάτες της. Ένας Σκιόψυχος δεν θα έστεκε ποτέ εκεί έτσι απλά, σαν να τις παρακολουθεί, αλλά αυτό το πλάσμα, το γκόλαμ... Ένιωσε να παγώνει. Θα μπορούσε να είναι ένας απλός υπηρέτης του παλατιού, αν και δεν το πολυπίστευε. Δεν ήταν ντροπή να αισθάνεσαι φόβο.
Έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα στις γυναίκες που συνωστίζονταν ακόμα μέσα από την πύλη με αγωνιώδη βραδύτητα. Οι μισές Θαλασσινές είχαν περάσει, ενώ ο Πλεκτός Κύκλος περίμενε πίσω από τις υπόλοιπες έχοντας υπό την επιτήρηση του τη Σκιοδρομέα· τα μέλη του ήταν έντονα αναστατωμένα αλλά και γεμάτα πικρία, επειδή επετράπη στις Αθα’αν Μιέρε να περάσουν πρώτες. Αν έντυνε με φωνή τις υποψίες της, οι γυναίκες του Σογιού σίγουρα θα το έβαζαν στα πόδια —αφού απλά και μόνο η αναφορά ενός Σκιόψυχου τους ξέραινε το στόμα και τάραζε τα σωθικά τους— ενώ οι Ανεμοσκόποι θα προσπαθούσαν κάλλιστα και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό να διεκδικήσουν το Κύπελλο. Γι’ αυτές, το Κύπελλο ήταν υπεράνω όλων. Αλλά μόνο μια τυφλή ανόητη θα αδιαφορούσε για ένα λιοντάρι έτοιμο να ορμήσει στο κοπάδι που φυλάει η ίδια. Έπιασε μια Θαλασσινή από το κόκκινο μεταξωτό μανίκι της.