Αναρωτιόταν αν θα κατάφερναν να καλύψουν τα δέκα τελευταία μίλια έως το Κάεμλυν δίχως να γίνει φονικό, όταν η Κίρστιαν χτύπησε ελαφρά την πόρτα της και μπήκε χωρίς να περιμένει απάντηση. Το απέριττο μάλλινο φόρεμα της γυναίκας δεν είχε την κατάλληλη απόχρωση του λευκού για μαθητευόμενη και, με κάποιον τρόπο, έμοιαζε να έχει ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της, λες και γνώριζε πως το μέλλον της είχε απαλύνει το παρόν της, αλλά τώρα έκανε μια βιαστική υπόκλιση, σκοντάφτοντας σχεδόν πάνω στον μανδύα της, ενώ τα σκούρα της μάτια ήταν ανήσυχα. «Νυνάβε Σεντάι, Ηλαίην Σεντάι, ο Άρχοντας Λαν λέει πως πρέπει να έρθετε αμέσως», είπε απνευστί. «Μου είπε να μη μιλήσω πουθενά, και το ίδιο ισχύει και για σας».
Η Ηλαίην κι η Νυνάβε αντάλλαξαν βλέμματα με την Αβιέντα και την Μπιργκίτε. Η Νυνάβε γρύλισε κάτι μέσα από τα δόντια της, σχετικά με το ότι αυτός ο άνθρωπος δεν μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου μέρους, αλλά από το αναψοκοκκίνισμα της ήταν φως φανάρι πως δεν το πίστευε. Η Ηλαίην αισθάνθηκε την Μπιργκίτε να συγκεντρώνεται, σαν τραβηγμένο βέλος που σημαδεύει τον στόχο.
Η Κίρστιαν δεν είχε ιδέα τι ακριβώς ήθελε ο Λαν, το μόνο που ήξερε ήταν το μέρος που θα τις οδηγούσε. Στη μικρή παράγκα στη Διάβαση του Κούλεν, όπου η Αντελέας είχε πάει την Ισπάν την προηγούμενη μέρα. Ο Λαν στεκόταν έξω, με ματιά ψυχρή σαν τον άνεμο, και δεν άφησε την Κίρστιαν να μπει στο εσωτερικό. Μόλις η Ηλαίην πέρασε μέσα, κατάλαβε τον λόγο.
Η Αντελέας ήταν πεσμένη πλάγια, δίπλα σε ένα αναποδογυρισμένο σκαμνί, με μια κούπα πεταμένη πάνω στο τραχύ ξύλινο πάτωμα, λίγο πιο πέρα από το τεντωμένο της χέρι. Τα μάτια της κοιτούσαν στο πουθενά και μια λίμνη πυγμένου αίματος απλωνόταν από τη βαθιά σχισμή που χάραζε από άκρη σ’ άκρη τον λαιμό της. Η Ισπάν βρισκόταν πάνω σε ένα μικρό ράντζο, ατενίζοντας την οροφή. Σαν μια γκριμάτσα χασμουρητού, τα χείλη της ήταν τραβηγμένα προς τα πάνω, αποκαλύπτοντας τα δόντια της, ενώ τα γουρλωτά της μάτια έμοιαζαν γεμάτα τρόμο. Το πιθανότερο ήταν πως όντως είχαν δει κάτι τρομακτικό, μια κι ένας ξύλινος πάσσαλος με πάχος όσο ο καρπός ενός χεριού εξείχε ανάμεσα από τα στήθη της. Το σφυρί που ήταν προφανές ότι χρησιμοποιήθηκε για να τον καρφώσει βρισκόταν πεταμένο δίπλα στο ράντσο, στην άκρη μιας σκούρας κηλίδας που χανόταν κάτω από το μικρό κρεβατάκι.
Η Ηλαίην με το ζόρι συγκρατήθηκε να αδειάσει το περιεχόμενο του στομαχιού της επί τόπου. «Μα το Φως», είπε ξέπνοα. «Μα το Φως! Ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Πώς θα μπορούσε να το κάνει;» Η Αβιέντα κούνησε το κεφάλι της απορημένη, ενώ ο Λαν δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με το θέαμα. Παρακολουθούσε προς εννιά κατευθύνσεις ταυτόχρονα, λες και περίμενε τον υπεύθυνο γι’ αυτό το έγκλημα να ξεπηδήσει από το ένα εκ των δύο μικρών παραθύρων, αν όχι μέσα από τον ίδιο τον τοίχο. Η Μπιργκίτε τράβηξε το μαχαίρι που είχε περασμένο στη ζώνη της κι, αν έκρινε κανείς από την έκφραση του προσώπου της, σίγουρα ευχόταν να είχε μαζί της το τόξο της. Αυτή η εικόνα του τεντωμένου βέλους ήταν πιο έντονη από ποτέ στο μυαλό της Ηλαίην.
Αρχικά, η Νυνάβε απλώς στεκόταν καρφωμένη στο ίδιο σημείο, κοιτώντας εξεταστικά το εσωτερικό της παράγκας. Εκτός από τα προφανή, δεν υπήρχαν και πολλά για να δει. Ένα δεύτερο σκαμνί με τρία πόδια, ένα τραπέζι με τραχιά επιφάνεια, πάνω στο οποίο υπήρχε ένας φανός που τρεμόσβηνε, μια πράσινη τσαγιέρα και μια δεύτερη κούπα κι ένα χοντροφτιαγμένο πέτρινο τζάκι με παγωμένες στάχτες στην εστία του. Αυτά ήταν όλα. Η καλύβα ήταν τόσο μικρή, που αρκούσε στη Νυνάβε ένα βήμα για να φτάσει το τραπέζι. Βούτηξε το δάχτυλό της στην τσαγιέρα, το ακούμπησε στην άκρη της γλώσσας της και κατόπιν άρχισε να φτύνει μανιασμένα, αδειάζοντας ολόκληρη την τσαγιέρα πάνω στο τραπέζι, πλημμυρίζοντας τον τόπο τσάι και φύλλα τσαγιού. Η Ηλαίην βλεφάρισε γεμάτη απορία.
«Τι συνέβη;» ρώτησε ψυχρά η Βαντέν από την πόρτα. Ο Λαν κινήθηκε να της φράξει την είσοδο, αλλά αυτή τον σταμάτησε με μια αδιόρατη χειρονομία. Η Ηλαίην έκανε να την αγκαλιάσει από τους ώμους, αλλά έλαβε ως απάντηση άλλο ένα σηκωμένο χέρι κι έκανε πίσω. Η ματιά της Βαντέν παρέμεινε πάνω στην αδελφή της, με την ηρεμία να αντικατοπτρίζεται στο γαλήνιο πρόσωπο μιας Άες Σεντάι. Η νεκρή γυναίκα πάνω στο πρόχειρο κρεβάτι ήταν σαν να μην υπήρχε καν. «Όταν σας είδα να έρχεστε όλοι εδώ, σκέφτηκα πως... Ξέραμε πως δεν μας έμεναν και πολλά χρόνια, αλλά...» Εξίσου ήρεμη ηχούσε κι η φωνή της, αλλά ακόμα κι αν προσποιούνταν, δεν ήταν να απορεί κανείς. «Τι ανακάλυψες, Νυνάβε;»
Ο οίκτος έμοιαζε ασυνήθιστος στο πρόσωπο της Νυνάβε. Καθάρισε τον λαιμό της κι έδειξε προς τη μεριά των φύλλων του τσαγιού χωρίς να τα αγγίξει. Άσπρα ξύσματα ανάμεσα σε ανακατεμένα μαύρα φύλλα. «Ρίζα πορφυράγκαθου», είπε, πασχίζοντας να ακουστεί πεζή, αλλά αποτυγχάνοντας. «Είναι γλυκό, οπότε δεν μπορείς να το ανιχνεύσεις εύκολα μέσα στο τσάι, εκτός κι αν ξέρεις τι είναι, ειδικά αν έχεις βάλει και κάμποσο μέλι».