Η Βαντέν ένευσε καταφατικά, δίχως να πάρει το βλέμμα της από την αδελφή της. «Η Αντελέας εθίστηκε στο γλυκό τσάι στο Έμπου Νταρ».
«Λίγο από δαύτο θεραπεύει τους πόνους», είπε η Νυνάβε. «Τόσο πολύ όμως... Τόσο πολύ σκοτώνει, και μάλιστα αργά-αργά. Λίγες γουλιές είναι αρκετές». Πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόσθεσε: «Μπορεί να είχαν τις αισθήσεις τους επί ώρες. Ίσως να μην ήταν ικανές να κινηθούν, αλλά είχαν πλήρη επίγνωση. Ή αυτός που το έκανε δεν ήθελε να ρισκάρει να έρθει κανείς με κάποιο αντίδοτο —όχι ότι ξέρω κανένα για τόσο δυνατό παρασκεύασμα— ή ήθελε να ξέρει η μία, ίσως κι οι δυο τους, ποιος τις σκότωσε». Η Ηλαίην αισθάνθηκε την ανάσα της να κόβεται αναλογιζόμενη αυτήν την κτηνωδία, αλλά η Βαντέν απλώς ένευσε.
«Μάλλον διάλεξαν την Ισπάν, μια και φαίνεται πως ασχολήθηκαν περισσότερο μαζί της». Η ασπρομάλλα Πράσινη έμοιαζε σαν να σκέφτεται φωναχτά, πασχίζοντας να λύσει το αίνιγμα. Το κόψιμο ενός λαιμού παίρνει λιγότερο χρόνο από το να καρφώσεις ένα παλούκι στην καρδιά κάποιου. Η ψυχρότητα του εγκλήματος έκανε την Ηλαίην να ανατριχιάσει. «Η Αντελέας δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να δεχτεί να πιει κάτι από κάποιον που δεν γνώριζε και, μάλιστα, όχι εδώ έξω, μαζί με την Ισπάν. Από μια άποψη, αυτά τα δύο γεγονότα κατονομάζουν τον δολοφόνο της. Πρόκειται για Σκοτεινόφιλη, από την παρέα μας. Είναι μία από εμάς». Η Ηλαίην ένιωσε δύο ανατριχίλες, τη δική της και της Μπιργκίτε.
«Μία από εμάς», συμφώνησε λυπημένα κι η Νυνάβε. Η Αβιέντα ψηλάφισε την άκρη του μαχαιριού της ζώνης της με τον αντίχειρά της και, για πρώτη φορά, η Ηλαίην δεν αισθάνθηκε την παραμικρή αντίρρηση.
Η Βαντέν ζήτησε να μείνει μόνη με την αδελφή της για λίγα λεπτά, και κάθισε στο δάπεδο, κρατώντας στοργικά στα μπράτσα της την Αντελέας πριν ακόμα οι υπόλοιποι βγουν έξω. Ο Τζάεμ, ο ροζιασμένος ηλικιωμένος Πρόμαχος της Βαντέν, περίμενε έξω μαζί με την Κίρστιαν που αναριγούσε.
Ξαφνικά, ένας ολοφυρμός ξέσπασε από το εσωτερικό της καλύβας, ο βαθύς οδυρμός μιας γυναίκας που θρηνούσε τον χαμό των πάντων. Απ’ όλες τις παρευρισκόμενες, η Νυνάβε στράφηκε να φύγει, αλλά ο Λαν άπλωσε το χέρι του στο μπράτσο της κι ο Τζάεμ στήθηκε μπροστά στην πόρτα, με βλέμμα ελάχιστα πιο θερμό από του Λαν. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο παρά να τους αφήσουν, τη Βαντέν να ξεσπάει τον πόνο της και τον Τζάεμ να τη φυλάει. Και να τον μοιράζεται, συνειδητοποίησε η Ηλαίην, νιώθοντας αυτόν τον κόμπο των συναισθημάτων μέσα στο κεφάλι της και ξέροντας πως επρόκειτο για την Μπιργκίτε. Αναρίγησε, κι η Μπιργκίτε πέρασε το χέρι της γύρω από τους ώμους της. Η Αβιέντα έκανε το ίδιο από την άλλη μεριά, νεύοντας στη Νυνάβε να ενωθεί μαζί τους, πράγμα που η γυναίκα έκανε μια στιγμή αργότερα. Ο φόνος, κάτι που η Ηλαίην δεν είχε πάρει και τόσο σοβαρά, είχε κάνει την εμφάνισή του, μία από τις συντρόφους τους ήταν σίγουρα Σκοτεινόφιλη, κι η μέρα έγινε ξαφνικά τόσο παγερή που σε περόνιαζε έως το κόκαλο, όμως υπήρχε ζεστασιά έτσι όπως βρισκόταν ανάμεσα στους φίλους της.
Τα δέκα τελευταία πένθιμα μίλια προς το Κάεμλυν τούς πήραν δύο μέρες μέσα στο χιόνι, ενώ ακόμα κι οι Ανεμοσκόποι ήταν συνεσταλμένες και κόσμιες. Όχι βέβαια ότι δεν εξακολουθούσαν να πιέζουν τη Μέριλιλ, ούτε ότι οι γυναίκες του Σογιού έπαψαν να μιλούν αναμεταξύ τους και σιωπούσαν όποτε τις πλησίαζε μια αδελφή ή μια γυναίκα του Πλεχτού Κύκλου. Η Βαντέν, έχοντας τοποθετήσει πάνω στο άλογό της την ασημιά σέλα της αδελφής της, έμοιαζε εξίσου ατάραχη όσο και στον τάφο της Αντελέας, αλλά η ματιά του Τζάεμ ήταν γεμάτη με μια σιωπηλή υπόσχεση θανάτου που σίγουρα υπήρχε και στην καρδιά της Βαντέν. Η Ηλαίην θα χαιρόταν ιδιαίτερα να αντικρίσει τα τείχη και τους πύργους του Κάεμλυν, ακόμα κι αν η θέασή τους και μόνο της χάριζε το Ρόδινο Στέμμα κι έφερνε πίσω την Αντελέας.
Ακόμα και στο Κάεμλυν, μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου, δεν είχε εισέλθει ποτέ μια συντροφιά σαν κι αυτή, κι από τη στιγμή που μπήκαν στο εσωτερικό των τειχών της γκρίζας πέτρας και των πενήντα ποδών ύψους, προσέλκυσαν την προσοχή καθώς διέσχιζαν τη Νέα Πόλη κατά μήκος των πλατιών, γεμάτων λάσπη, δρόμων που βούιζαν από κόσμο, αμάξια και καρότσες. Οι μαγαζάτορες έστεκαν στις εισόδους των μαγαζιών τους και τους κοιτούσαν με το στόμα ανοικτό, ενώ οι καροτσέρηδες τραβούσαν τα χαλινάρια των υποζυγίων τους για να παρακολουθήσουν το θέαμα. Πανύψηλοι Αελίτες και ψηλές Κόρες φαίνεται πως τους κοιτούσαν από κάθε γωνιά. Ο κόσμος αυτός δεν έμοιαζε να δίνει σημασία στους Αελίτες, κάτι που έκανε η Ηλαίην. Αγαπούσε την Αβιέντα σχεδόν όσο και τον εαυτό της, ίσως και περισσότερο, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να νιώσει συμπάθεια για έναν στρατό οπλισμένων Αελιτών που διασχίζει τους δρόμους του Κάεμλυν.