Выбрать главу

Η Εσώτερη Πόλη, κυκλωμένη από πανύψηλους άσπρους τοίχους με ασημιές λωρίδες, αποτελούσε ένα αξέχαστο θέαμα, κι η Ηλαίην είχε ήδη αρχίσει να νιώθει πως επέστρεψε σπίτι της. Οι δρόμοι ακολουθούσαν τις κούρβες των λόφων, κι από κάθε ύψωμα έβλεπες και μια διαφορετική θέα χιονοσκέπαστων πάρκων και μνημείων διατεταγμένων έτσι που να φαίνονται εξίσου καλά τόσο από ψηλά όσο κι από κοντά, ενώ οι πύργοι με τα ζωηρόχρωμα πλακάκια στραφτάλιζαν με εκατό χρώματα κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Κι έπειτα, ορθώθηκε μπροστά τους το ίδιο το Βασιλικό Παλάτι, μια κατασκευή από ωχρούς οβελίσκους, χρυσούς θόλους και περίπλοκα, αρχιτεκτονικά διακοσμητικά δουλεμένα στην πέτρα. Το λάβαρο του Άντορ κυμάτιζε από κάθε σχεδόν προεξοχή, το Άσπρο Λιοντάρι σε κόκκινο φόντο. Κι από τις άλλες προεξοχές, κυμάτιζαν το Λάβαρο του Δράκοντα ή το Λάβαρο του Φωτός.

Στις ψηλές, επιχρυσωμένες πύλες του Παλατιού, η Ηλαίην προχώρησε μπροστά μόνη της, με το γκρίζο φόρεμα ιππασίας λερωμένο από το ταξίδι. Η παράδοση κι ο θρύλος έλεγαν πως οι γυναίκες που πλησίαζαν στο Παλάτι ντυμένες μεγαλόπρεπα πάντα αποτύγχαναν. Το είχε ξεκαθαρίσει από πριν πως θα το έκανε μόνη της, ωστόσο ευχόταν να είχαν καταφέρει να την αποτρέψουν η Αβιέντα κι η Μπιργκίτε. Οι μισοί από τους δύο ντουζίνες φρουρούς που στέκονταν στις πύλες ήταν Αελίτισσες Κόρες, ενώ οι υπόλοιποι άντρες με γαλάζιες περικεφαλαίες, μπλε πανωφόρια και τον χρυσοκόκκινο Δράκοντα απλωμένο φαρδιά πλατιά πάνω στο στήθος τους.

«Είμαι η Ηλαίην Τράκαντ», ανακοίνωσε δυνατά, παραξενεμένη με τον ήρεμο τόνο της φωνής της, η οποία ακούστηκε μακριά· σε όλο το μήκος της μεγάλης πλατείας, ο κόσμος έπαψε να κοιτάει τους συντρόφους της και στράφηκε να κοιτάξει την ίδια. Το αρχαίο τυπικό ξεπήδησε από τα χείλη της. «Εις το όνομα του Οίκου των Τράκαντ και με το δικαίωμα της καταγωγής από την Ισάρα, ήρθα να διεκδικήσω τον Θρόνο του Λιονταριού του Άντορ, με το θέλημα του Φωτός».

Οι πύλες άνοιξαν διάπλατα.

Φυσικά, δεν ήταν δυνατόν να είναι τόσο εύκολο. Ακόμα κι η κατοχή του Παλατιού δεν ήταν αρκετή για να κρατήσει κανείς τον θρόνο του ίδιου του Άντορ. Αναθέτοντας τη φροντίδα των συντρόφων της σε μια έκπληκτη Ρενέ Χάρφορ —και πολύ ικανοποιημένη, βλέποντας πως η γκριζομάλλα Πρώτη Κόρη, στρουμπουλή και βασιλική σαν οποιαδήποτε βασίλισσα, εξακολουθούσε να κρατάει το Παλάτι στα ικανά της χέρια— και σε μια μικρή ομάδα υπηρετών με κόκκινες και λευκές λιβρέες, η Ηλαίην έσπευσε στη Μεγάλη Αίθουσα, την αίθουσα του θρόνου του Άντορ. Και πάλι μόνη, αν κι αυτό δεν αποτελούσε ακόμα μέρος του τυπικού. Θα έπρεπε να έχει αλλάξει και να φορούσε το κόκκινο, μεταξένιο ρούχο με το δουλεμένο με μαργαριτάρια μπούστο και τα άσπρα λιοντάρια που ανηφόριζαν στα μανίκια, αλλά αισθάνθηκε εξαναγκασμένη. Αυτή τη φορά, ούτε καν η Νυνάβε δεν προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί.

Λευκές κολόνες ύψους είκοσι ποδών ήταν παραταγμένες πλευρικά της Μεγαλοπρεπούς Αίθουσας. Ωστόσο, η αίθουσα του θρόνου ήταν άδεια, αν κι αυτό δεν θα διαρκούσε πολύ. Το καθαρό απογευματινό φως που περνούσε από τις δίφυλλες τζαμαρίες στα ψηλά παράθυρα που παρατάσσονταν κατά μήκος του τοίχου ανακατευόταν με το ζωηρόχρωμο φως που διαπερνούσε το μεγάλο παράθυρο που ήταν τοποθετημένο στην οροφή, όπου το Άσπρο Λιοντάρι του Άντορ εναλλασσόταν με σκηνές Αντορινών θριάμβων και με τα πρόσωπα προγενέστερων βασιλισσών, αρχής γενομένης από την ίδια την Ισάρα, βλοσυρή όσο οποιαδήποτε Άθα’αν Μιέρε, γεμάτη εξουσία όσο οποιαδήποτε Άες Σεντάι. Κανείς ηγέτης του Άντορ δεν θα μπορούσε να την ξεχάσει, με τους προκατόχους που σφυρηλάτησαν αυτό το έθνος να χαμηλώνουν το κεφάλι μπροστά της.

Μονάχα ένα πράγμα φοβόταν να αντικρίσει: την πελώρια τερατωδία του θρόνου με τους επιχρυσωμένους Δράκοντες, που είχε δει να υψώνεται στο βάθρο, στην άλλη άκρη της Αίθουσας, στον Τελ’αράν’ριοντ. Όμως, δόξα στο Φως, δεν ήταν εδώ. Ο Θρόνος του Λιονταριού δεν αναπαυόταν πια σε κανέναν ψηλό πλίνθο σαν λάφυρο, αλλά είχε πάρει την αρμόζουσα θέση πάνω στο βάθρο, ένα ογκώδες κάθισμα σκαλιστό κι επιχρυσωμένο, κατάλληλο σε μέγεθος για γυναίκα. Το Άσπρο Λιοντάρι, που ξεχώριζε με τις φεγγαρόπετρές του πάνω σε έναν φόντο από ρουμπίνια, υψωνόταν πάνω από το κεφάλι οποιασδήποτε γυναίκας στεκόταν από κάτω του. Κανένας άντρας δεν θα ένιωθε άνετα να κάτσει κάτω από αυτόν τον θρόνο γιατί, σύμφωνα με τους θρύλους, θα γνώριζε πως επισφράγιζε τον χαμό του. Η Ηλαίην πίστευε πως το πιθανότερο ήταν ότι οι κατασκευαστές του απλώς είχαν φροντίσει έτσι ώστε να μη χωράει εύκολα ένας άντρας επάνω του.