Выбрать главу

Σκαρφάλωσε τα λευκά μαρμάρινα σκαλοπάτια του βάθρου κι ακούμπησε το χέρι της στο ένα μπράτσο του θρόνου. Δεν είχε ακόμα δικαίωμα να καθίσει. Όχι πριν αναγορευτεί Βασίλισσα. Οι όρκοι, όμως, που έπρεπε να πάρει στον Θρόνο του Λιονταριού ήταν ένα έθιμο παλιό όσο και το ίδιο το Άντορ. Χρειάστηκε να καταπολεμήσει την τάση της να πέσει στα γόνατα και να κλάψει μπροστά στο κάθισμα του θρόνου. Μπορεί να είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου της μητέρας της, αλλά κάτι τέτοιο θα επανάφερε όλο τον πρωτύτερο πόνο. Δεν έπρεπε να σπάσει τώρα.

«Υπό το Φως, τιμώ τη μνήμη σου, Μητέρα», είπε μαλακά. «Θα τιμήσω το όνομα της Μοργκέις Τράκαντ και θα κάνω το κάθε τι για να φέρω μονάχα τιμές στον Οίκο των Τράκαντ».

«Διέταξα τους φρουρούς να κρατήσουν μακριά τους περίεργους κι όσους αποζητούν την εύνοιά σου. Σκέφτηκα πως θα ήθελες να μείνεις για λίγο μόνη».

Η Ηλαίην στράφηκε αργά κι αντίκρισε την Ντυέλιν Τάραβιν καθώς η χρυσομάλλα γυναίκα βάδιζε κατά μήκος της Μεγάλης Αίθουσας. Η Ντυέλιν ήταν μια από τις πρώτες υποστηρίκτριες της μητέρας της, όταν η τελευταία διεκδικούσε τον θρόνο. Τα μαλλιά της ήταν πια πιότερο γκρίζα απ’ όσο τα θυμόταν η Ηλαίην, και στις άκρες των ματιών της οι ρυτίδες ήταν περισσότερες. Ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι αρκετά όμορφη. Δυνατή γυναίκα και πανίσχυρη ως φίλη ή εχθρός.

Σταμάτησε στη βάση του βάθρου, κοιτώντας ψηλά. «Εδώ και δύο μέρες ακούω πως είσαι ζωντανή, αλλά δεν το πίστευα μέχρι αυτή τη στιγμή. Ήρθες, λοιπόν, να αποδεχτείς τον θρόνο εκ μέρους του Αναγεννημένου Δράκοντα;»

«Διεκδικώ τον θρόνο δικαιωματικά, Ντυέλιν, αφ’ εαυτού. Ο Θρόνος του Λιονταριού δεν είναι μπιχλιμπίδι για να τον αποδεχτείς από κάποιον άντρα». Η Ντυέλιν ένευσε, λες κι επρόκειτο για αυτονόητη αλήθεια. Κι έτσι ήταν για οποιονδήποτε Αντορινό. «Ποια είναι η θέση σου, Ντυέλιν; Είσαι υπέρ ή κατά των Τράκαντ; Άκουγα συχνά το όνομά σου καθ’ οδόν».

«Εφ’ όσον διεκδικείς δικαιωματικά τον θρόνο, τάσσομαι υπέρ». Λίγων ανθρώπων η φωνή θα ακουγόταν περισσότερο ξερή από τη δική της. Η Ηλαίην κάθισε στο ψηλότερο σκαλοπάτι κι έκανε νόημα στη γηραιότερη γυναίκα να έρθει κοντά της. «Βέβαια, υπάρχουν μερικά εμπόδια», συνέχισε η Ντυέλιν καθώς μάζευε τη γαλάζια φούστα της για να καθίσει. «Υπάρχουν ήδη κάμποσοι διεκδικητές, όπως ίσως γνωρίζεις. Η Νάεαν κι η Ελένια φρόντισα να βγουν από τη μέση. Κατηγορήθηκαν για προδοσία, κι ο πιο πολύς κόσμος το δέχτηκε. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Ο σύζυγος της Ελένια εξακολουθεί να είναι ενεργός, αν κι αθόρυβα, κι αυτή η ανόητη χήνα, η Αρυμίλα, πρόβαλε κι αυτή αξίωση. Έχει κάποιου είδους υποστήριξη, αλλά δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Οι πραγματικές σου ανησυχίες —πέρα από τους Αελίτες που έχουν κατακλύσει την πόλη προσμένοντας τον Αναγεννημένο Δράκοντα— είναι η Ήμλυν, η Αραθέλε κι ο Πέλιβαρ. Προς το παρόν, η Λούαν κι η Ελόριεν δεν ανακατεύονται, αλλά κάποια στιγμή μπορεί να υποστηρίξουν τους άλλους τρεις».

Πολύ περιεκτική λίστα, εκφωνημένη με έναν χαρακτηριστικό τόνο στη φωνή, λες και συζητούσαν ανταλλαγές αλόγων. Κάτι ήξερε για τη Νάεαν και την Ελένια, και φαίνεται πως ο Τζάριντ εξακολουθούσε να πιστεύει πως η γυναίκα του μπορεί και να ήταν τυχερή στη διεκδίκηση του θρόνου. Η Αρυμίλα ήταν πράγματι χήνα, αν πίστευε ότι, ασχέτως υποστήριξης, θα την αποδέχονταν. Ωστόσο, τα πέντε τελευταία ονόματα ήταν όντως ανησυχητικά. Το καθένα από δαύτα υπήρξε ισχυρός υποστηρικτής της μάνας της, όπως κι η ίδια η Ντυέλιν, κι ηγούνταν πανίσχυρων Οίκων.

«Ώστε, η Αραθέλε κι η Ήμλυν επιθυμούν τον θρόνο», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Για την Ελόριεν αδυνατώ να το πιστέψω». Ο Πέλιβαρ ίσως να ενεργούσε εκ μέρους κάποιας των θυγατέρων του, αλλά η Λούαν είχε μονάχα εγγόνια, κανένα εκ των οποίων δεν ήταν αρκετά μεγάλο σε ηλικία. «Μιλάς λες κι αυτοί οι πέντε Οίκοι πρόκειται να ενωθούν. Και ποιος θα βρίσκεται από πίσω;» Όποιος κι αν ήταν, θα μπορούσε να αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο.

Η Ντυέλιν χαμογέλασε κι ακούμπησε το πηγούνι της στα χέρια της. «Φαίνεται πως έχουν την εντύπωση ότι εγώ θα έπρεπε να ανέβω στον θρόνο. Λοιπόν, τι σκοπεύεις να κάνεις σχετικά με τον Αναγεννημένο Δράκοντα; Έχει χαθεί τον τελευταίο καιρό, αλλά δεν το έχει σε τίποτα να ξεπηδήσει ξαφνικά από το πουθενά».

Η Ηλαίην έκλεισε σφιχτά τα μάτια της για μια στιγμή κι, όταν τα ξανάνοιξε, ανακάλυψε πως εξακολουθούσε να στέκεται στα σκαλοπάτια του βάθρου στη Μεγάλη Αίθουσα, με την Ντυέλιν να της χαμογελάει ακόμα. Ο αδελφός της πολέμησε για την Ελάιντα κι ο ετεροθαλής αδελφός της ήταν Λευκομανδίτης. Η ίδια είχε γεμίσει το Παλάτι με γυναίκες που ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να στραφούν η μία ενάντια στην άλλη, άσε που κάποια από δαύτες ήταν Σκοτεινόφιλη, ίσως δε να ανήκε και στο Μαύρο Άτζα. Η πιο σημαντική απειλή που αντιμετώπιζε στη διεκδίκηση του θρόνου, μια πολύ μεγάλη απειλή, βρισκόταν πίσω από τη γυναίκα που έλεγε πως υποστήριζε την Ηλαίην. Ο κόσμος, έτσι κι αλλιώς, είχε τρελαθεί. Ας πρόσθετε κι αυτή κάτι σε τούτη την παράκρουση.