Выбрать главу

«Σκοπεύω να τον δεσμεύσω ως Πρόμαχο μου», είπε και συνέχισε πριν η άλλη γυναίκα προλάβει να κάνει κάτι περισσότερο από το να ανοιγοκλείσει τα μάτια της εμβρόντητη. «Ελπίζω, επίσης, να τον παντρευτώ. Όμως όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με τον Θρόνο του Λιονταριού. Το πρώτο πράγμα που σκοπεύω να κάνω...»

Όσο συνέχισε να εξηγεί, η Ντυέλιν ξέσπασε σε γέλια, κι η Ηλαίην δεν είχε ιδέα αν αυτά τα γέλια οφείλονταν στην ευχαρίστηση που ένιωθε αναφορικά με τα σχέδιά της ή επειδή έβλεπε πως δεν υπήρχαν εμπόδια στον δρόμο της προς τον Θρόνο του Λιονταριού. Αν μη τι άλλο, γνώριζε πια τι αντιμετώπιζε.

Καλπάζοντας προς το Κάεμλυν, ο Ντάβεντ Χάμλον σκεφτόταν πως ήταν μια πόλη κατάλληλη για λαφυραγωγία. Όσα χρόνια υπηρετούσε ως στρατιώτης, είχε δει να λεηλατούνται κάμποσα χωριά κι αρκετές πόλεις, και κάποτε, προ εικοσαετίας, ακόμα και μια μεγάλη πόλη, η Καιρχίν, έπειτα από την αναχώρηση των Αελιτών. Ήταν παράξενο που όλοι αυτοί οι Αελίτες είχαν αφήσει ανέγγιχτο το Κάεμλυν, όμως, από την άλλη, αν δεν καίγονταν οι ψηλότεροι πύργοι της Καιρχίν, δεν θα υπήρχε η παραμικρή ένδειξη ότι πέρασαν από κει. Το χρυσάφι, ανάμεσα σ’ άλλα, ήταν άφθονο, όπως άφθονοι ήταν κι οι άντρες που θα το μάζευαν. Φανταζόταν αυτούς τους πλατιούς δρόμους γεμάτους από καβαλάρηδες κι από πανικόβλητους ανθρώπους, χοντρούς εμπόρους που ευχαρίστως θα έδιναν τα πλούτη τους για να μην τους αγγίξει το μαχαίρι, με την ελπίδα ότι θα τους χάριζαν τη ζωή, λυγερά κορίτσια και πλαδαρές γυναίκες, τόσο τρομαγμένες όταν τις έσερναν σε καμιά γωνία που δεν είχαν το κουράγιο ούτε να ουρλιάξουν, πόσω μάλλον να αντισταθούν. Όλα αυτά τα είχε δει και, μάλιστα, είχε συμμετάσχει κιόλας, ελπίζοντας πως θα του δινόταν ξανά η ευκαιρία. Όχι στο Κάεμλυν όμως, παραδέχτηκε αναστενάζοντας. Αν οι διαταγές που είχε λάβει ανήκαν στην κατηγορία που θα μπορούσε να παρακούσει, θα πήγαινε σε κάποιο μέρος που τα λάφυρα δεν θα ήταν πολλά, αλλά θα ήταν ευκολότερο να τα αποσπάσει.

Οι οδηγίες που είχε λάβει ήταν ξεκάθαρες. Στάβλισε το άλογό του στον Κόκκινο Ταύρο, στη Νέα Πόλη, και περπάτησε περίπου ένα μίλι έως ένα ψηλό πέτρινο σπίτι σε έναν παράδρομο, το σπίτι μιας πλούσιας εμπόρισσας, πολύ εχέμυθης όσον αφορά στο χρυσάφι της, σημειωμένο με μια μικρή βαμμένη σφραγίδα στην πόρτα, μια πορφυρή καρδιά πάνω σε ένα χρυσό χέρι. Ο ογκώδης τύπος που τον άφησε να περάσει δεν ήταν υπηρέτης της εμπόρισσας, με τις βαθουλωτές αρθρώσεις και τα μελαγχολικά μάτια. Χωρίς να πει λέξη, ο τεράστιος άντρας τον οδήγησε βαθύτερα στο σπίτι, και κατόπιν προς τα κάτω, στο υπόγειο. Ο Χάνλον χαλάρωσε το σπαθί στο θηκάρι του. Ανάμεσα στ’ άλλα, έβλεπε αποτυχημένους άντρες και γυναίκες που οδηγούνταν προς κάποιο είδος περίτεχνης εκτέλεσης. Δεν πίστευε πως ο ίδιος είχε αποτύχει, αλλά πάλι δεν θα έλεγες ότι ήταν και πετυχημένος. Πάντως, ακολούθησε τις διαταγές, αν κι αυτό δεν είναι πάντα αρκετό.

Στο τραχύ πέτρινο υπόγειο, φωτισμένο από επιχρυσωμένους φανούς τοποθετημένους κυκλικά, η ματιά του έπεσε πρώτα πάνω σε μια χαριτωμένη γυναίκα με δαντελωτό φόρεμα από άλικο μετάξι, με τα μαλλιά της πιασμένα σε ένα αφρώδες δαντελωτό δίχτυ. Δεν είχε ιδέα ποια ήταν αυτή η Αρχόντισσα Σιάιν, αλλά είχε διαταχτεί να την υπακούσει. Χαμογέλασε και γονυπέτησε όσο καλύτερα μπορούσε. Αυτή απλώς τον κοίταξε, σαν να περίμενε εκ μέρους του να παρατηρήσει τι άλλο περιείχε το δωμάτιο.

Δεν ήταν δυνατόν να μην το προσέξει μια κι, εκτός από μερικούς κάδους, στο δωμάτιο υπήρχε ένα μεγάλο, βαρύ τραπέζι διακοσμημένο με πολύ περίεργο τρόπο. Δύο ωοειδείς εσοχές είχαν σκαλιστεί στην επιφάνειά του, κι από τη μία εξείχε το κεφάλι κι οι ώμοι ενός άντρα, με το κεφάλι τραβηγμένο πίσω κι ακουμπισμένο πάνω στην ξύλινη επιφάνεια, κρατημένο στη θέση του από πέτσινα λουριά καρφωμένα στο τραπέζι και δεμένα πάνω σε ένα ξύλινο κούτσουρο χωμένο ανάμεσα στα δόντια του. Μια γυναίκα, στην ίδια κατάσταση, αποτελούσε τον δεύτερο διάκοσμο. Κι οι δυο τους ήταν γονατιστοί κάτω από το τραπέζι, με τους καρπούς δεμένους στους αστραγάλους. Ήταν δεμένοι γερά, για οποιοδήποτε είδος ευχαρίστησης. Ο άντρας είχε μια χροιά γκριζάδας στα μαλλιά του κι όψη άρχοντα, αν και, διόλου περίεργο, τα βαθουλωτά του μάτια περιστρέφονταν άγρια τριγύρω. Τα μαλλιά της γυναίκας, απλωμένα πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού, ήταν στιλπνά και μαύρα, αλλά το πρόσωπό της ήταν κάπως μακρόστενο για τα γούστα του Χάνλον.