Ξαφνικά πρόσεξε το πρόσωπό της, και το χέρι του τινάχτηκε στο ξίφος του πριν προλάβει να το σταματήσει. Έκανε προσπάθεια για να ελευθερώσει τη λαβή και για να μη φανερώσει τον πόνο που ένιωθε. Ήταν πρόσωπο Άες Σεντάι, αλλά μια Άες Σεντάι που αφέθηκε να δεθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν αποτελούσε απειλή.
«Να, λοιπόν, που διαθέτεις και λίγο μυαλό», είπε η Σιάιν. Από την προφορά της, ήταν ολοφάνερο πως επρόκειτο για αριστοκράτισσα, και σίγουρα είχε έναν αέρα εξουσίας καθώς έκανε μια βόλτα γύρω από το τραπέζι για να κοιτάξει το πρόσωπο του δεμένου άντρα. «Ζήτησα από τον Μέγα Άρχοντα Μοριντίν να μου στείλει έναν ξύπνιο άντρα. Ο καημένος ο Τζάιτσιμ, από δω, είχε πολύ λίγους».
Ο Χάνλον συνοφρυώθηκε, αλλά έδιωξε γρήγορα την έκφραση από το πρόσωπό του. Οι διαταγές που είχε πάρει προέρχονταν από την ίδια τη Μογκέντιεν. Ποιος, στο Χάσμα του Χαμού, ήταν αυτός ο Μοριντίν; Δεν είχε σημασία. Είχε λάβει διαταγές από τη Μογκέντιεν, κι αυτό ήταν αρκετό.
Ο ογκώδης άντρας έδωσε στη Σιάιν μια χοάνη κι εκείνη τη στερέωσε σε μια τρύπα ανοιγμένη στο κομμάτι του ξύλου, ανάμεσα στα δόντια αυτού του Τζάιτσιμ. Τα μάτια του άντρα έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. «Ο καημένος ο Τζάιτσιμ δεν τα πήγε καθόλου καλά», είπε η Σιάιν, μειδιώντας σαν αλεπού που κοιτάει ένα κοτόπουλο. «Ο Μοριντίν επιθυμεί την τιμωρία του. Στον φουκαρά τον Τζάιτσιμ άρεσε πολύ το μπράντυ».
Έκανε πίσω, όχι τόσο που να μη βλέπει καλά, κι ο Χάνλον αναπήδησε καθώς ο ογκώδης άντρας πλησίασε στο τραπέζι κρατώντας έναν από αυτούς τους κάδους. Ο Χάνλον σκέφτηκε πως θα μπορούσε κι ο ίδιος να ανασηκώσει εύκολα αυτό το πράγμα, αλλά ο τεράστιος τύπος το αναποδογύρισε χωρίς δυσκολία. Ο δεμένος άντρας ούρλιαξε μια φορά, κι έπειτα μια ροή σκούρου υγρού ξεχύθηκε από τον κάδο στη χοάνη κι η κραυγή του άντρα έγινε γαργάρισμα. Η αψιά μυρωδιά του ακατέργαστου μπράντυ γέμισε τον χώρο. Ο άντρας άρχισε να παλεύει, έτσι όπως ήταν δεμένος, τιναζόταν από δω κι από κει, κατορθώνοντας ακόμα και να γείρει πλάγια το τραπέζι, αλλά το μπράντυ συνέχισε να χύνεται. Φυσαλίδες φάνηκαν στη χοάνη καθώς πάσχισε να φωνάξει ή να ουρλιάξει, αλλά η σταθερή ροή δεν παρέκλινε ούτε στο ελάχιστο. Κατόπιν, τα τινάγματα αραίωσαν μέχρι που σταμάτησαν. Γουρλωμένα άγρια μάτια κοιτούσαν το ταβάνι, ενώ το μπράντυ ξεπηδούσε από τα ρουθούνια του. Ο πελώριος άντρας δεν σταμάτησε μέχρι που έπεσαν κι οι τελευταίες σταγόνες από τον άδειο κάδο.
«Μου φαίνεται πως ο φουκαράς ο Τζάιτσιμ ήπιε αρκετό», είπε η Σιάιν γελώντας ικανοποιημένη.
Ο Χάνλον ένευσε καταφατικά. Υπέθεσε πως μάλλον είχε δίκιο. Αναρωτήθηκε, ωστόσο, ποιος να ήταν αυτός ο άντρας.
Η Σιάιν όμως δεν είχε τελειώσει ακόμα. Με ένα της νεύμα, ο ογκώδης τύπος τράβηξε απότομα από το καρφί του ένα από τα λουριά που συγκρατούσαν το φίμωτρο της Άες Σεντάι. Ο Χάνλον σκέφτηκε πως το ξύλινο δοκάρι θα είχε χαλαρώσει κάποια από τα δόντια της που εξείχαν από το στόμα της, αλλά ακόμα κι αν ήταν έτσι η γυναίκα δεν έχασε καθόλου χρόνο. Άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές πριν ακόμα ο τύπος αφαιρέσει το λουρί.
«Θα σε υπακούω!» άρχισε να ωρύεται. «Θα υπακούσω οποιαδήποτε διαταγή του Μεγάλου Άρχοντα! Με θωράκισε για να με διαλύσει, κι έτσι να μπορέσω να υπακούσω! Μου το είπε ο ίδιος! Αφήστε με να το αποδείξω! Θα συρθώ! Είμαι ένα σκουλήκι κι εσύ ο ήλιος! Σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ!»
Η Σιάιν έπνιξε τις λέξεις, και τα κλαψουρίσματα μαζί, βάζοντας το χέρι της πάνω στο στόμα της Άες Σεντάι. «Και πώς θα σιγουρευτώ ότι δεν θα αποτύχεις ξανά, Φάλιον; Έχεις αποτύχει στο παρελθόν κι ο Μοριντίν μού ανέθεσε την τιμωρία σου. Μου έδωσε κι άλλον ένα. Άραγε, χρειάζομαι δύο; Θα μπορούσα να σου δώσω μια δεύτερη ευκαιρία για να ικετεύσεις, Φάλιον —ίσως, δηλαδή— αλλά αν το κάνω, θα χρειαστεί να με πείσεις. Περιμένω αληθινό ενθουσιασμό».
Η Φάλιον άρχισε ξανά τις ικεσίες και τις υπερβολικές υποσχέσεις τη στιγμή που το χέρι της Σιάιν απομακρύνθηκε, αλλά σύντομα επανήλθε στα βουβά ουρλιαχτά και στα δάκρυα καθώς το φίμωτρο επανατοποθετήθηκε, το καρφί βυθίστηκε ξανά στο λουρί, κι η χοάνη του Τζάιτσιμ τοποθετήθηκε πάνω από τον ανοιχτό της λαιμό. Ο ογκώδης άντρας έβαλε άλλον έναν κάδο πάνω στο τραπέζι, πλάι στο κεφάλι της. Η Άες Σεντάι έμοιαζε έτοιμη να παραφρονήσει, με τα γουρλωτά της μάτια να στριφογυρίζουν και την ίδια να τινάζεται κάτω από το τραπέζι, μέχρι που το έκανε να τρέμει.
Ο Χάνλον είχε εντυπωσιαστεί. Μια Άες Σεντάι λογικά δεν θα έσπαγε τόσο εύκολα όσο ένας πλαδαρός έμπορος ή η στρουμπουλή του θυγατέρα. Ωστόσο, φαίνεται πως είχε τη βοήθεια κάποιου από τους Εκλεκτούς. Συνειδητοποιώντας πως η Σιάιν τον κοιτούσε, έπαψε να χαμογελάει προς το μέρος της Φάλιον. Είχε ως πρώτο κανόνα στη ζωή του να μην προσβάλλει ποτέ αυτούς που οι Εκλεκτοί τοποθετούσαν υπεράνω του.