«Για πες μου, Χάνλον», είπε η Σιάιν, «πώς θα σου φαινόταν να ακουμπήσεις τα χέρια σου πάνω σε μια βασίλισσα;»
Παρά τη θέλησή του, έγλειψε τα χείλη του. Σε μια βασίλισσα; Να κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ.
29
Μια Κούπα για Κοίμηση
Μην είσαι ξεροκέφαλος, Ραντ», είπε η Μιν. Παρέμεινε καθισμένη, με τα πόδια σταυρωτά, τινάζοντας τεμπέλικα το ένα της πόδι, ανίκανη να συγκρατήσει τον εκνευρισμό από τη φωνή της. «Πήγαινε κοντά της! Μίλα της!»
«Για ποιον λόγο;» τη ρώτησε αυτός απότομα. «Τώρα, ξέρω ποιο γράμμα πρέπει να πιστέψω. Καλύτερα έτσι. Είναι ασφαλής από οποιονδήποτε που θα θελήσει να στραφεί εναντίον μου, από μένα τον ίδιον! Καλύτερα έτσι!» Ωστόσο, δεν έπαψε να βηματίζει πάνω κάτω, φορώντας την πουκαμίσα του, ανάμεσα στις δύο σειρές καθίσματα μπροστά στον Θρόνο του Δράκοντα, με τις γροθιές του σφιγμένες τόσο που οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει, άγριο κοιτάζοντας πέρα από τα καφασωτά των παραθύρων τα μαύρα σύννεφα που έστρωναν μια καινούργια κουβέρτα χιονιού πάνω στην Καιρχίν.
Η Μιν αντάλλαξε ματιές με τον Φέντγουιν Μορ, ο οποίος στεκόταν δίπλα στις πόρτες με τον σκαλιστό ήλιο. Οι Κόρες άφηναν να περάσει οποιοσδήποτε δεν αποτελούσε φανερή απειλή χωρίς να τον αναγγείλουν, αλλά όσους ο Ραντ δεν επιθυμούσε να συναντήσει σήμερα το πρωί, τους απομάκρυνε αυτό το γεροδεμένο αγόρι. Στο μαύρο του πέτο φορούσε τον Δράκοντα και το Ξίφος, κι η Μιν ήξερε καλά πως είχε δει περισσότερες μάχες —και περισσότερη φρίκη— από τους πιο πολλούς άντρες που είχαν τρεις φορές την ηλικία του, κι ωστόσο δεν ήταν παρά αγόρι ακόμα. Σήμερα, κι έτσι όπως έριχνε ανήσυχα βλέμματα προς το μέρος του Ραντ, φάνταζε νεότερος από ποτέ. Το σπαθί στον γοφό του έμοιαζε παράταιρο στα μάτια της.
«Ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν είναι παρά ένας άντρας, Φέντγουιν», του είπε. «Κι, όπως κάθε άντρας, έχει κατσουφιάσει γιατί πιστεύει πως μια γυναίκα δεν θέλει να τον ξαναδεί στα μάτια της».
Το αγόρι την κοίταξε σαν αποβλακωμένο και τινάχτηκε λες και του είχε δώσει ένα αιφνιδιαστικό χτύπημα. Ο Ραντ έπαψε να την κοιτάει κατσουφιασμένος. Το μόνο που τη συγκρατούσε από το να ξεσπάσει σε γέλια ήταν η επίγνωση πως ο άντρας έκρυβε τον πόνο του με την ίδια αληθοφάνεια σαν να έκρυβε πληγή από μαχαιριά, όπως επίσης κι η βεβαιότητα πως θα πληγωνόταν ακόμα περισσότερο αν ήταν η ίδια υπεύθυνη για όσα είχαν γίνει. Όχι ότι θα είχε ποτέ την ευκαιρία να ξεσκίσει τα λάβαρά του, φυσικά, αλλά κάπως έτσι είχε το ζήτημα. Ο Ραντ είχε μείνει αρχικά εμβρόντητος με τα μαντάτα που είχε φέρει την αυγή ο Τάιμ από το Κάεμλυν, αλλά μόλις έφυγε έπαψε να δίνει την εντύπωση ζαλισμένου ταύρου κι άρχισε να... συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο!
Σηκώθηκε, τακτοποίησε το ωχρό, πράσινο πανωφόρι της, σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη της, και τον κοίταξε κατάματα. «Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;» ρώτησε ήρεμα. Τέλος πάντων, προσπαθούσε να είναι ήρεμη και σχεδόν τα κατάφερνε. Τον αγαπούσε, αλλά έπειτα από ένα πρωινό σαν κι αυτό πολύ θα ήθελε να τον χαστουκίσει δίχως σταματημό. «Δύο φορές δεν ανέφερες καθόλου τον Ματ, και δεν έχεις ιδέα αν είναι καν ζωντανός».
«Ο Ματ ζει», γρύλισε ο Ραντ. «Αν είχε πεθάνει, θα το ήξερα. Θες να πεις πως είμαι...!» Το σαγόνι του σφιχτήκε, λες κι αδυνατούσε να προφέρει τη λέξη.
«Κατσούφης», τον βοήθησε η γυναίκα. «Και πολύ σύντομα θα έχεις στραβομουτσουνιάσει. Μερικές γυναίκες πιστεύουν πως οι άντρες είναι πιο χαριτωμένοι όταν στραβομουτσουνιάζουν. Δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία». Τέλος πάντων, αρκετά με αυτό το θέμα. Το πρόσωπο του Ραντ είχε σκοτεινιάσει, αλλά δεν αναψοκοκκίνισε. «Μήπως δεν έκανες το παν για να φροντίσεις να ανέβει στον θρόνο του Άντορ; Ο οποίος, πρέπει να προσθέσω, είναι δικαιωματικά δικός της. Εσύ δεν είπες πως ήθελες να κρατήσει το Άντορ ενωμένο κι όχι να διαλυθεί όπως η Καιρχίν ή το Δάκρυ;»
«Ναι, εγώ τα έκανα όλα αυτά!» γρύλισε. «Και τώρα που είναι δικό της, θέλει να με πετάξει έξω! Πολύ καλά, λοιπόν! Και μη μου ξαναπείς να πάψω να φωνάζω! Δεν είμαι...!» Όμως, συνειδητοποίησε ότι ήταν, και σφράγισε το στόμα του. Ένα αμυδρό γρύλισμα έβγαινε από το λαρύγγι του. Ο Μορ κοίταξε αμήχανα ένα από τα κουμπιά του, στριφογυρνώντας το μπρος πίσω. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε εκείνο το πρωί.
Το πρόσωπο της Μιν παρέμεινε γαλήνιο. Δεν σκόπευε να τον χαστουκίσει, κι ο άντρας ήταν αρκετά μεγαλόσωμος γι’ αυτήν για να τον δείρει. «Το Άντορ τής ανήκει, όπως ακριβώς επιθυμούσες», του είπε. Ήρεμα. Σχεδόν. «Κανείς από τους Αποδιωγμένους δεν την κυνηγάει τώρα που ξέσκισε τα λάβαρά σου». Μια επικίνδυνη λάμψη φάνηκε σε εκείνα τα γκριζογάλανα μάτια, αλλά η γυναίκα εξακολούθησε. «Όπως ακριβώς ήθελες. Δεν πιστεύω να νομίζεις πως έχει συμμαχήσει με τους εχθρούς σου. Ξέρεις πολύ καλά πως το Άντορ θα ταχθεί στο πλευρό του Αναγεννημένου Δράκοντα. Άρα, λοιπόν, ο μόνος λόγος που είσαι ταραγμένος είναι επειδή πιστεύεις πως δεν θέλει να σε ματαδεί. Πήγαινε κοντά της, βλάκα!» Τα επόμενα λόγια ήταν και τα δυσκολότερα. «Δεν θα προλάβεις να πεις δυο λέξεις κι αυτή θα σε φιλήσει». Μα το Φως, αγαπούσε την Ηλαίην σχεδόν όσο και τον Ραντ —ναι, όσο και τον Ραντ, αλλά με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό— αλλά πώς ήταν δυνατόν μια απλή γυναίκα να συναγωνιστεί μια όμορφη χρυσομαλλούσα βασίλισσα, που με ένα της νεύμα είχε την υποστήριξη ενός πανίσχυρου έθνους;