Выбрать главу

«Δεν είμαι... θυμωμένος», είπε ο Ραντ με σφιγμένη φωνή. Άρχισε ξανά να πηγαίνει πάνω κάτω κι η Μιν σκέφτηκε να τον κλωτσήσει στα πισινά. Δυνατά.

Μια από τις πόρτες άνοιξε κι η ασπρομάλλα Σορίλεα πέρασε μέσα παραμερίζοντας τον Μορ, ο οποίος είχε την προσοχή του στραμμένη στον Ραντ για να εξακριβώσει κατά πόσον θα επέτρεπε την είσοδο της. Ο Ραντ άνοιξε το στόμα του —θυμωμένος, παρά τα όσα ισχυριζόταν— και πέντε γυναίκες με χοντρά μαύρα χιτώνια, μουσκεμένες από το λιωμένο χιόνι, ακολούθησαν τη Σοφή στο εσωτερικό, με τα χέρια σταυρωτά και τα βλέμματα κατεβασμένα, ενώ οι βαθιές κουκούλες δεν έκρυβαν καλά-καλά τα πρόσωπά τους. Τα πόδια τους ήταν τυλιγμένα σε κουρέλια.

Η Μιν ένιωσε τις τρίχες του σβέρκου της να ορθώνονται. Μπροστά στα μάτια της οι εικόνες κι οι αύρες χόρευαν, χάνονταν κι επανεμφανίζονταν γύρω από τις έξι γυναίκες και γύρω από τον Ραντ. Ήλπιζε πως ο άντρας είχε ξεχάσει πως ετούτες εδώ οι πέντε ήταν ζωντανές. Για όνομα του Φωτός, τι πήγαινε να κάνει αυτή εδώ η άνομη γυναίκα;

Η Σορίλεα έκανε μία και μοναδική κίνηση, με τα βραχιόλια της από χρυσό και φίλντισι να κροταλίζουν, κι οι πέντε γυναίκες διευθετήθηκαν σε μια σειρά πάνω στον χρυσό Ανατέλλοντα Ήλιο που ήταν τοποθετημένος στο πέτρινο πάτωμα. Ο Ραντ βημάτισε κατά μήκος της σειράς αυτής, τραβώντας τις κουκούλες και γυμνώνοντας τα πρόσωπα, κοιτώντας τα με βλέμμα παγερό.

Η κάθε μια από τις μαυροντυμένες γυναίκες ήταν άπλυτη, με μαλλιά ίσια και βρώμικα από τον ιδρώτα. Η Έλζα Πένφελ, μια Πράσινη αδελφή, τον ατένισε κατάματα γεμάτη ενθουσιασμό, με μια περίεργη ζέση στο πρόσωπό της. Η Νεσούνε Μπιχάρα, μια λυγερόκορμη Καφετιά, τον κοίταξε εξίσου έντονα όσο κι αυτός εκείνη. Η Σαρίνε Νέμνταλ, τόσο όμορφη, παρά τη βρωμιά της, που νόμιζες πως η αγέραστη όψη της ήταν φυσική, δεν ήταν και τόσο αντιπροσωπευτική της χαρακτηριστικής ψυχρότητας του Λευκού Άτζα. Η Μπέλντεϊν Νάιραμ, πολύ νέα ακόμα στο επώμιο για να έχει αυτά τα αγέραστα χαρακτηριστικά, του έσκασε ένα αβέβαιο χαμόγελο που έλιωσε κάτω από το βλέμμα του. Η Έριαν Μπορόλεος, χλωμή αλλά εξίσου ευπαρουσίαστη με τη Σαρίνε, μόρφασε αλλά ζορίστηκε να ατενίσει αυτή την παγερή ματιά. Οι δύο τελευταίες ήταν κι αυτές Πράσινες, κι οι πέντε μαζί ήταν ανάμεσα στις αδελφές που τον είχαν απαγάγει με διαταγή της Ελάιντα. Μερικές, ήταν ανάμεσα σε αυτές που τον βασάνισαν προσπαθώντας να τον πάνε στην Ταρ Βάλον. Υπήρχαν φορές που ο Ραντ ξυπνούσε ιδρωμένος και λαχανιασμένος, μουρμουρώντας ότι τον έχουν φυλακίσει και τον δέρνουν. Η Μιν ήλπιζε να μη διακρίνει δολοφονική μανία στη ματιά του.

«Αυτές εδώ αποκαλούνται ντα’τσάνγκ, Ραντ αλ’Θόρ», είπε η Σορίλεα. «Νομίζω πως νιώθουν πια την ντροπή μέχρι το κόκαλο. Η Έριαν Μπορόλεος ήταν η πρώτη που ζήτησε να δαρθεί όπως εσύ, από την αυγή έως το χάραμα, αλλά πλέον όλες έχουν περάσει από αυτό το στάδιο. Η έκκλησή τους έγινε δεκτή. Η κάθε μια τους ζήτησε να σε υπηρετήσει όπως μπορεί. Το τοχ για την προδοσία τους δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί». Η φωνή της σκοτείνιασε για λίγο. Για τους Αελίτες, η προδοσία της απαγωγής ήταν κατά πολύ χειρότερη αυτών που είχαν ακολουθήσει. «Ωστόσο, αναγνωρίζουν το όνειδός τους κι επιθυμούν να προσπαθήσουν ξανά. Αποφασίσαμε να αφήσουμε την επιλογή σε σένα».

Η Μιν συνοφρυώθηκε. Θα άφηναν την επιλογή σε εκείνον; Οι Σοφές σπάνια άφηναν σε κάποιον άλλον μια επιλογή που μπορούσαν να κάνουν οι ίδιες. Η δε Σορίλεα δεν το έκανε ποτέ. Η νευρώδης Σοφή μετακίνησε πρόχειρα τη μαύρη εσάρπα στους ώμους της κι απέμεινε να κοιτάει τον Ραντ λες και δεν είχε τη παραμικρή σημασία. Έριξε μια γαλάζια, παγερή ματιά προς το μέρος της Μιν, και ξαφνικά η Μιν ήταν βέβαιη πως αν έλεγε κάτι λάθος, η κοκαλιάρα γυναίκα θα την έγδερνε. Δεν επρόκειτο για εικόνα. Απλώς, ήξερε πια τη Σορίλεα καλύτερα απ’ όσο θα ήθελε.