Выбрать главу

Νεύοντας, ο Ραντ στράφηκε αλλού. Άρχισε πάλι να βηματίζει πάνω κάτω, να κατσουφιάζει αναλογιζόμενος την Ηλαίην. Η Μιν κάθισε ξανά στο κάθισμά της, ευχόμενη να είχε πρόχειρο κανένα βιβλίο του Άρχοντα Φελ για διάβασμα. Ή για να το πετάξει στον Ραντ. Τέλος πάντων, ένα βιβλίο του Άρχοντα Φελ για διάβασμα και κάποιο άλλο για πέταμα στον Ραντ.

Η Σορίλεα οδήγησε τις μαυροντυμένες αδελφές εκτός δωματίου, λες και ξεπροβοδούσε αγέλη, αλλά μόλις βγήκε κι η τελευταία κοντοστάθηκε, με το ένα χέρι να στηρίζει την πόρτα, και κοίταξε τον Ραντ που απομακρυνόταν, βηματίζοντας προς τον επιχρυσωμένο θρόνο. Σούφρωσε τα χείλη της, σκεφτική. «Αυτή η γυναίκα, η Κάντσουεϊν Μελάιντριν, έχει βρει στέγη εδώ ξανά, σήμερα», είπε τελικά, αντικρίζοντας τη γυρισμένη του πλάτη. «Από τον τρόπο που αποφεύγεις ενδεχόμενη συνάντηση μαζί της, έχω την εντύπωση πως πιστεύει ότι τη φοβάσαι, Ραντ αλ’Θόρ». Αυτά είπε κι έφυγε.

Για αρκετή ώρα ο Ραντ απέμεινε να κοιτάει τον θρόνο. Ίσως και κάτι ακόμα πιο πέρα. Ξαφνικά, έκανε μια απότομη κίνηση και κάλυψε την απόσταση για να πάρει στα χέρια του την Κορώνα από Ξίφη. Ήταν έτοιμος να την τοποθετήσει στο κεφάλι του, αλλά δίστασε και την ακούμπησε πίσω. Φόρεσε το πανωφόρι του κι άφησε παράμερα το σκήπτρο και το στέμμα.

«Σκοπεύω να ανακαλύψω τι ακριβώς θέλει η Κάντσουεϊν», ανακοίνωσε. «Δεν έρχεται κάθε μέρα στο παλάτι επειδή της αρέσει να ταξιδεύει στο χιόνι. Θα έρθεις μαζί μου, Μιν; Ίσως δεις κάποια εικόνα».

Πήδησε όρθια γρηγορότερα από οποιαδήποτε Άες Σεντάι. Το πιθανότερο ήταν πως μια επίσκεψη στην Κάντσουεϊν θα ήταν εξίσου ευχάριστη με μια επίσκεψη στη Σορίλεα, αλλά ό,τι κι αν έκανε θα ήταν καλύτερο από το να κάτσει εδώ, μόνη της. Επιπλέον, ίσως και να έβλεπε κάποια εικόνα. Ο Φέντγουιν την ακολούθησε κατά πόδας, όπως κι ο Ραντ, με τη ματιά του να μαρτυρά ότι βρισκόταν σε επιφυλακή.

Οι έξι Κόρες που βρίσκονταν έξω, στον ψηλό κι αψιδωτό διάδρομο, σηκώθηκαν αλλά δεν τον ακολούθησαν. Η Σομάρα ήταν η μόνη που γνώριζε η Μιν. Χάρισε στη Μιν ένα φευγαλέο χαμόγελο και στον Ραντ ένα ρηχό αποδοκιμαστικό βλέμμα. Οι υπόλοιπες τον λοξοκοίταξαν. Οι Κόρες είχαν αποδεχτεί τις εξηγήσεις του για ποιον λόγο είχε φύγει αρχικά χωρίς αυτές, έτσι που όποιος τον παρακολουθούσε να νομίζει πως ο Ραντ εξακολουθούσε να βρίσκεται στην Καιρχίν, αλλά ζητούσαν απαιτητικά να μάθουν γιατί δεν τις ειδοποίησε αργότερα, και σε αυτό το θέμα ο Ραντ δεν είχε απαντήσεις. Κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του κι επιτάχυνε το βήμα του, αναγκάζοντας τη Μιν να βαδίζει με δρασκελιές για να τον φτάσει.

«Να προσέχεις πολύ την Κάντσουεϊν, Μιν», της είπε. «Κι εσύ, Μορ. Συμμετέχει σε κάποιο σχέδιο των Άες Σεντάι, αλλά να με πάρει και να με σηκώσει αν έχω ιδέα περί τίνος πρόκειται. Δεν ξέρω. Πάντως...»

Ένας πέτρινος τοίχος φάνηκε να χτυπάει τη Μιν από πίσω. Νόμισε πως άκουσε ουρλιαχτά και κρότους. Κι έπειτα ο Ραντ τη γυρνούσε από την άλλη μεριά —είχε πέσει στο πάτωμα, άραγε;— κοιτώντας τη με έναν φόβο που η Μιν δεν θυμόταν να είχε ξαναδεί να καθρεφτίζεται στα γαλαζωπά του μάτια που έμοιαζαν με την αυγή. Ο φόβος υποχώρησε μόλις η γυναίκα ανακάθισε, βήχοντας. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη σκόνη! Κι ύστερα, πρόσεξε τον διάδρομο.

Οι Κόρες είχαν χαθεί μπροστά από την πόρτα του Ραντ. Η ίδια η πόρτα είχε εξαφανιστεί, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του τοίχου, και μία ακανόνιστη, τεράστια τρύπα έχασκε στον απέναντι τοίχο. Μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα το εσωτερικό του δώματος του και, παρά τη σκόνη, να αντικρίσει την ισοπέδωση. Ογκώδεις όγκοι από μπάζα κείτονταν παντού κι από πάνω η οροφή άνοιγε διάπλατα, αποκαλύπτοντας τον ουρανό. Το χιόνι στροβιλιζόταν μέσα στις φλόγες, χόρευε ανάμεσα στα μπάζα. Ένα από τα βαριά, από μαυρόξυλο, στυλάρια του κρεβατιού του εξείχε διαλυμένο από τη θρυμματισμένη πέτρα, κι η Μιν αντιλήφθηκε πως μπορούσε να δει μέχρι έξω, στους κλιμακωτούς πύργους, που καλύπτονταν από τη χιονόπτωση. Ήταν λες κι ένα τεράστιο σφυρί είχε χτυπήσει το Παλάτι του Ήλιου. Αν, δε, βρίσκονταν μέσα εκείνη τη στιγμή, αντί να πήγαιναν να δουν την Κάντσουεϊν... Η Μιν αναρίγησε.

«Τι...;» άρχισε να λέει με τρεμάμενη φωνή, αλλά δεν ολοκλήρωσε την ανούσια ερώτηση. Κι ένας βλάκας θα έβλεπε τι είχε συμβεί. «Ποιος;»ξαναρώτησε.

Καλυμμένοι από τη σκόνη, αναμαλλιασμένοι και με δάκρυα πάνω στα πανωφόρια τους, οι δύο άντρες έμοιαζαν σαν να έχουν κυλιστεί στον διάδρομο, κι ίσως έτσι να ήταν. Η Μιν συνειδητοποίησε πως όλοι τους βρίσκονταν κάπου δέκα βήματα μακριά από το σημείο που θυμόταν, κοντά στις πόρτες ή, τουλάχιστον, από το σημείο που κάποτε υπήρχαν οι πόρτες. Ανήσυχες φωνές ακούστηκαν από μακριά, ηχώντας σε όλο το μήκος των διαδρόμων. Κανείς από τους δύο άντρες δεν της απάντησε.