«Μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη, Μορ;» ρώτησε ο Ραντ.
Ο Φέντγουιν τον κοίταξε ευθέως. «Με τη ζωή σου, Άρχοντα Δράκοντα», του αποκρίθηκε απλά.
«Μα, αυτήν ακριβώς σου εμπιστεύομαι», είπε ο Ραντ. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μάγουλά της κι έπειτα σηκώθηκε με μια απότομη κίνηση. «Φύλαξέ τη με τη δική σου ζωή, Μορ». Η φωνή του ήταν σκληρή σαν ατσάλι κι απειλητική σαν τον θάνατο. «Αν εξακολουθούν να βρίσκονται στο Παλάτι, θα σε διαισθανθούν σε περίπτωση που προσπαθήσεις να φτιάξεις πύλη και θα χτυπήσουν πριν τελειώσεις. Μη διαβιβάσεις καθόλου, εκτός κι αν είναι απαραίτητο, και τα μάτια σου δεκατέσσερα. Πήγαινέ την κάτω, στα καταλύματα των υπηρετών, και σκότωσε οποιονδήποτε ή οτιδήποτε πάει να της κάνει κακό. Όποιος κι ό,τι κι αν είναι!»
Με μια τελευταία ματιά προς το μέρος της —μα το Φως, κάτω από άλλες συνθήκες θα πέθαινε ευτυχισμένη βλέποντας αυτό το βλέμμα στα μάτια του!— άρχισε να τρέχει, μακριά από την ερήμωση. Μακριά από αυτήν. Όποιος προσπάθησε να τον σκοτώσει θα τον έπαιρνε στο κυνήγι.
Ο Μορ τη χτύπησε καθησυχαστικά στο μπράτσο με ένα σκονισμένο χέρι και της χάρισε ένα παιδιάστικο χαμόγελο. «Μη σκιάζεσαι, Μιν. Θα σε φροντίσω».
Ποιος, όμως, θα φρόντιζε τον Ραντ; Είχε ζητήσει την εμπιστοσύνη αυτού του αγοριού που ήταν από τους πρώτους που είχε σπεύσει να διδαχτεί. Μα το Φως, ποιος θα τον έκανε να νιώσει ασφάλεια;
Στρίβοντας στη γωνία, ο Ραντ σταμάτησε με το ένα χέρι ακουμπισμένο στον τοίχο για να αδράξει την Πηγή. Ήταν ανόητο να μη θέλει να τον δει η Μιν να τρικλίζει τη στιγμή που κάποιος προσπαθούσε να τον σκοτώσει, αλλά ό,τι έγινε, έγινε. Κι αυτός ο κάποιος δεν ήταν τυχαίος. Ήταν ένας άντρας, ο Ντεμάντρεντ, ίσως όμως να είχε επιστρέψει επιτέλους κι ο Ασμόντιαν. Μπορεί κι οι δύο μαζί. Υπήρχε μια παραδοξότητα, λες κι η ύφανση ερχόταν από διαφορετικές κατευθύνσεις. Διαισθάνθηκε τη διαβίβαση πολύ αργά για να κάνει κάτι. Θα μπορούσε να κείτεται νεκρός, στα δώματά του. Ήταν έτοιμος να πεθάνει. Η Μιν όμως όχι, ποτέ. Η Ηλαίην βρισκόταν σε πλεονεκτικότερη θέση και στράφηκε εναντίον του. Μα το Φως, αυτό είχε κάνει!
Άδραξε την Πηγή, και το σαϊντίν τον πλημμύρισε με λιωμένο πάγο και παγωμένη ζέστη, με ζωή και χαρά, με μίασμα και θάνατο. Αισθάνθηκε αναγούλα, κι ο διάδρομος μπροστά του φάνηκε διπλός. Φαντάστηκε για μια στιγμή πως είδε ένα πρόσωπο. Όχι με τα μάτια του αλλά μέσα στο μυαλό του. Ήταν ένας αγνώριστος άντρας που τρεμόσβησε και χάθηκε. Αιωρήθηκε στο Κενό, άδειος αλλά γεμάτος Δύναμη.
Δεν θα νικήσεις, είπε στον Λουζ Θέριν. Αν πεθάνω, θα είμαι εγώ αυτός που θα πεθάνει!
Έπρεπε να στείλω μακριά την Ιλυένα, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. θα ζούσε τώρα.
Απομακρύνοντας μακριά τη φωνή, όπως απομάκρυνε τον εαυτό του από τον τοίχο, ο Ραντ γλίστρησε κατά μήκος των διαδρόμων του Παλατιού όσο πιο κρυφά μπορούσε, περπατώντας ανάλαφρα, γλιστρώντας πλάι στους τοίχους με τις κρεμαστές ταπετσαρίες, γύρω από σεντούκια δουλεμένα με χρυσάφι κι επιχρυσωμένα ερμάρια που έκρυβαν στο εσωτερικό τους εύθραυστες, χρυσές πορσελάνες και φιλντισένια αγαλματίδια. Το βλέμμα του έψαχνε να βρει αυτούς που του επιτέθηκαν, οι οποίοι δεν θα ικανοποιούνταν με τίποτα λιγότερο από το να βρουν το νεκρό του κορμί, αλλά θα πλησίαζαν τα δώματά του με ιδιαίτερη προσοχή σε περίπτωση που είχε επιζήσει από κάποιο καπρίτσιο της τύχης ενός τα’βίρεν. Θα περίμεναν να δουν κατά πόσο σάλευε. Στο Κενό ήταν ένα με τη Δύναμη, κι αυτό δεν μπορούσε να το καταφέρει κανείς θνητός. Στο Κενό, όπως και με το ξίφος του, ήταν ένα με το γύρω περιβάλλον.
Μανιασμένες κραυγές και κλαγγές έρχονταν από παντού, άλλοι που ούρλιαζαν να μάθουν τι είχε συμβεί κι άλλοι που οδύρονταν ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας είχε παραφρονήσει. Αυτό το μπέρδεμα της αποθάρρυνσης μέσα στο κεφάλι του που άκουγε στο όνομα Αλάνα ήταν το μόνο πράγμα που τον ανακούφιζε κάπως. Βρισκόταν έξω από το Παλάτι, από το πρωί μάλιστα, ίσως κι έξω από τα τείχη της πόλης. Ευχήθηκε το ίδιο να ίσχυε και για τη Μιν. Μερικές φορές έβλεπε άντρες και γυναίκες στον έναν ή στον άλλον διάδρομο, υπηρέτες με μαύρες λιβρέες κυρίως, που έτρεχαν, σκόνταφταν κι έπεφταν, και σηκώνονταν για να το ξαναβάλουν στα πόδια. Δεν τον είχαν δει. Με την κατοχή της Δύναμης, είχε την ικανότητα να ακούει και τον πιο παραμικρό ψίθυρο, ακόμα και τον ψίθυρο από μαλακές μπότες που έτρεχαν, ανάλαφρες.
Ακουμπώντας πάνω στον τοίχο δίπλα σε ένα μακρόστενο τραπέζι, η επιφάνεια του οποίου ήταν καλυμμένη με πορσελάνες, ύφανε στα γρήγορα τη Φωτιά και τον Αέρα γύρω του και τυλίχτηκε σφιχτά με το Αναδιπλωμένο Φως.