«...σου είπα πως δεν ένιωσα τίποτα», έλεγε ο Γκέντγουιν. «Είναι νεκρός!»
Κι εκείνη τη στιγμή, ο Ντασίβα πρόσεξε τον Ραντ στην κορυφή των σκαλοπατιών.
Η μόνη προειδοποίηση που είχε ήταν το ξαφνικό γρύλισμα που παραμόρφωσε το πρόσωπο του Ντασίβα, ο οποίος διαβίβασε και, δίχως τον παραμικρό χρόνο για σκέψη στη διάθεσή του, ο Ραντ ύφανε — άγνωστο τι, ως συνήθως. Κάτι σαν εκχύλισμα ξεχύθηκε από τις αναμνήσεις του Λουζ Θέριν. Δεν ήταν καν σίγουρος αν έφτιαχνε ο ίδιος την ύφανση ή κατά πόσον ο Λουζ Θέριν είχε αδράξει το σαϊντίν— με τον Αέρα, τη Φωτιά και τη Γη να υφαίνονται γύρω του αστραπιαία. Οι φλόγες που ξεπήδησαν από τον Ντασίβα ανατινάχτηκαν, τσακίζοντας το μάρμαρο και τινάζοντας τον Ραντ πίσω, στον διάδρομο, αναγκάζοντας τον να αναπηδά και να κυλιέται μέσα στο κουκούλι του.
Το εμπόδιο αυτό είχε τη δυνατότητα να κρατήσει έξω τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του αέρα που αναπνέεις, εκτός από την πυρά. Ο Ραντ το απελευθέρωσε λαχανιασμένος και σύρθηκε κατά μήκος του πατώματος, με τον κρότο της έκρηξης να αντηχεί ακόμα στον αέρα, τη σκόνη να εξακολουθεί να αιωρείται και κομμάτια από σπασμένο μάρμαρο να πέφτουν σωρηδόν. Όσον αφορά στην αναπνοή, πάντως, ξεφύσησε γιατί, αυτό που μπορεί να κρατήσει έξω τη Δύναμη μπορεί και να τη συγκρατήσει μέσα. Πριν ακόμα σταματήσει να γλιστράει, διαβίβασε Φωτιά κι Αέρα, υφασμένα με τρόπο πολύ διαφορετικό από αυτόν που απαιτούνταν για τις ανάγκες του Αναδιπλωμένου Φωτός. Λεπτά κόκκινα σύρματα ξεπετάχτηκαν από το αριστερό του χέρι, ανοίγοντας δαντελωτά καθώς έκοβαν σαν βούτυρο την πέτρα που παρεμβαλλόταν, κατευθυνόμενα προς το μέρος που στέκονταν ο Ντασίβα κι οι υπόλοιποι. Από τα αριστερά του ξεχύθηκαν φλογισμένες σφαίρες, Φωτιά υφασμένη με Αέρα, σε πολύ γρήγορους ρυθμούς, καίγοντας την πέτρα πριν ανατιναχτούν στο δωμάτιο. Ένα συνεχές εκκωφαντικό μουγκρητό έκανε το Παλάτι να τρέμει. Η σκόνη που είχε κατακάτσει σηκώθηκε ξανά, ενώ κομμάτια πέτρας άρχισαν να αναπηδούν από δω κι από κει.
Αμέσως σχεδόν σηκώθηκε όρθιος και το έβαλε στα πόδια, περνώντας τα διαμερίσματα της Άιλιλ. Όποιος χτυπάει και στέκεται στο ίδιο σημείο, πάει γυρεύοντας να βρει τον θάνατο. Κι αυτός ήταν μεν έτοιμος να πεθάνει, αλλά όχι ακόμα. Γρύλισε αθόρυβα, πετάχτηκε σε έναν πλαϊνό διάδρομο, κατέβηκε μια στενή, υπηρετική σκάλα και βγήκε στον κάτω όροφο.
Φρόντισε να βρει τον δρόμο που οδηγούσε πίσω, εκεί που είχε δει τον Ντασίβα, με τις θανατερές υφάνσεις έτοιμες να ξεχυθούν στο ανοιγόκλεισμα ενός ματιού.
Έπρεπε να τους είχα σκοτώσει όλους όσο ήταν καιρός, ακούστηκε να λέει ο Λουζ Θέριν, αγκομαχώντας. Έπρεπε να τους ξεκάνω όλους!
Ο Ραντ τον άφησε να λυσσομανάει.
Ο τεράστιος χώρος έμοιαζε λουσμένος στη φωτιά. Από τις ταπετσαρίες είχαν απομείνει μονάχα αποκαΐδια που τα έγλειφαν οι φλόγες, ενώ το δάπεδο κι οι τοίχοι είχαν καεί, σχηματίζοντας μεγάλες κοιλότητες με διάμετρο ενός ποδιού. Τα σκαλοπάτια που σκόπευε να κατέβει ο Ραντ τελείωναν στα μισά της διαδρομής τους με ένα κενό δέκα ποδών. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος από τους τρεις άντρες. Δεν μπορεί να είχαν καεί ολοκληρωτικά. Κάτι θα είχε μείνει από δαύτους.
Ένας υπηρέτης με μαύρο πανωφόρι έβγαλε το κεφάλι του προσεκτικά από μια μικροσκοπική πόρτα δίπλα στα σκαλοπάτια, στην απέναντι μεριά της αίθουσας. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στον Ραντ, τα μάτια του κύλησαν προς τα πάνω κι έπεσε σωρό κουβάρι. Μια άλλη υπηρέτρια κρυφοκοίταξε από έναν διάδρομο κι έπειτα μάζεψε βιαστικά τη φούστα της και το έβαλε στα πόδια από εκεί που είχε έρθει, ουρλιάζοντας μέχρι να ξελαρυγγιαστεί πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας σκότωνε τους πάντες στο Παλάτι.
Ο Ραντ γλίστρησε έξω από το δωμάτιο κάνοντας μια γκριμάτσα. Ήταν πολύ καλός στο να τρομάζει ανθρώπους ανίκανους να του κάνουν κακό. Πολύ καλός στο να καταστρέφει.
Να καταστρέφει ή να καταστρέφεται, γέλασε ο Λουζ Θέριν. Αν είναι αυτή η επιλογή σου, τι διαφορά υπάρχει;
Σε κάποιο σημείο του παλατιού, ένας άντρας διαβίβασε χρησιμοποιώντας αρκετή Δύναμη για να φτιάξει μια πύλη. Άραγε, ήταν ο Ντασίβα κι οι άλλοι που διέφευγαν; Ή μήπως αυτό ήθελαν να τον κάνουν να νομίζει;
Βάδιζε στους διαδρόμους του Παλατιού χωρίς να μπαίνει πια στον κόπο να κρύβεται, κάτι που φαίνεται πως συνέβαινε με όλους τους άλλους. Οι λίγοι υπηρέτες που συνάντησε το έβαλαν στα πόδια ουρλιάζοντας. Άρχισε το κυνήγι από διάδρομο σε διάδρομο, έτοιμος να ξεχειλίσει από το σαϊντίν, γεμάτος φωτιά και πάγο που πάλευαν να τον αφανίσουν όπως ακριβώς επιθυμούσε να κάνει ο Ντασίβα, γεμάτος από το μίασμα που τρύπωνε σαν σκουλήκι στην ψυχή του. Δεν είχε ανάγκη το τραχύ γέλιο και τα παραληρήματα του Λουζ Θέριν για να νιώσει την επιθυμία να σκοτώσει.