Выбрать главу

Η ματιά του έπιασε φευγαλέα ένα μαύρο πανωφόρι μπροστά του και το χέρι του τινάχτηκε ξεπετώντας φωτιά, η οποία προκάλεσε μια έκρηξη που διέλυσε τη γωνία διασταύρωσης των δύο διαδρόμων. Ο Ραντ εξομάλυνε κάπως την ύφανση, αλλά δεν την ελευθέρωσε. Τον είχε σκοτώσει, άραγε;

«Άρχοντα Δράκοντα», ακούστηκε μια φωνή πέρα από τη στραπατσαρισμένη λιθοδομή. «Εγώ είμαι, ο Ναρίσμα! Είναι κι ο Φλιν εδώ!»

«Δεν σας αναγνώρισα», είπε ψέματα ο Ραντ. «Ελάτε εδώ».

«Μου φαίνεται πως βράζει το αίμα σου», ακούστηκε η φωνή του Φλιν. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να περιμένουμε να ηρεμήσουν τα πράγματα».

«Ναι», είπε αργά ο Ραντ. Άραγε, όντως είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Ναρίσμα; Πίστευε πως η δικαιολογία του Λουζ Θέριν δεν αρκούσε σε αυτή την περίπτωση. «Ναι, ίσως θα ήταν καλύτερα έτσι. Για λίγο, τουλάχιστον». Καμιά απάντηση. Μπότες που οπισθοχωρούσαν ήταν αυτό που άκουσε; Κατέβασε τα χέρια του και στράφηκε αλλού.

Έψαξε το Παλάτι επί ώρες ολόκληρες χωρίς να βρει ίχνος του Ντασίβα και των υπολοίπων. Οι διάδρομοι, οι μεγάλες αίθουσες, ακόμα κι οι κουζίνες ήταν άδεια από κόσμο. Ούτε βρήκε τίποτα ούτε έμαθε τίποτα. Όχι. Συνειδητοποίησε πως κάτι είχε μάθει. Η εμπιστοσύνη ήταν ένα μαχαίρι, κι η λαβή ήταν εξίσου κοφτερή με τη λάμα.

Κι έπειτα ήρθε ο πόνος.

Το μικρό δωμάτιο με τους πέτρινους τοίχους βρισκόταν σε αρκετό βάθος κάτω από το Παλάτι του Ήλιου και, μολονότι ζεστό παρά την έλλειψη τζακιού, η Μιν κρύωνε. Τρεις επιχρυσωμένοι φανοί πάνω στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι παρείχαν αρκετό φως. Ο Ραντ είχε πει πως από το σημείο εκείνο μπορούσε να την πάρει μακριά ακόμα κι αν κάποιος ξερίζωνε ολόκληρο το Παλάτι. Και μάλλον δεν αστειευόταν.

Παρακολούθησε τον Ραντ κρατώντας στα γόνατά της το στέμμα του Ίλιαν. Τον Ραντ ο οποίος, με τη σειρά του, παρακολουθούσε τον Φέντγουιν. Τα χέρια της σφίχτηκαν πάνω στο στέμμα και χαλάρωσαν αμέσως καθώς τσιμπήθηκε από αυτά τα μικροσκοπικά ξίφη, κρυμμένα ανάμεσα στα φύλλα της δάφνης. Τι παράξενο, το στέμμα και το σκήπτρο είχαν επιβιώσει τη στιγμή που ο ίδιος ο Θρόνος του Δράκοντα είχε μεταβληθεί σε ένα σωρό επιχρυσωμένα συντρίμμια, θαμμένα κάτω από τα μπάζα. Ένα μεγάλο πέτσινο δισάκι πλάι στο κάθισμα της, με τη ζώνη του ξίφους του Ραντ και το θηκαρωμένο σπαθί να ακουμπάει επάνω του, ήταν το μόνο που είχε κατορθώσει να διασώσει. Σύμφωνα με τη γνώμη της, οι επιλογές του ήταν, ως επί το πλείστον, περίεργες.

Άμυαλε τρελέ, συλλογίστηκε. Με το να αδιαφορείς γι’ αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου, δεν θα το κάνεις να εξαφανιστεί.

Ο Ραντ κάθισε ανακούρκουδα στο γυμνό, πέτρινο δάπεδο, καλυμμένος ακόμα με σκόνη και γρατσουνιές, με το πανωφόρι του σκισμένο. Η έκφραση στο πρόσωπό του θα μπορούσε να είναι σμιλευμένη. Έμοιαζε να παρακολουθεί τον Φέντγουιν δίχως καν να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του. Το αγόρι καθόταν κι αυτό στο πάτωμα με τα πόδια τεντωμένα. Με τη γλώσσα πιασμένη ανάμεσα στα δόντια, ο Φέντγουιν είχε συγκεντρώσει την προσοχή του στο να φτιάξει έναν πύργο από ολόκληρα τεμάχια ξύλου. Η Μιν ξεροκατάπιε.

Θυμόταν ακόμα τον τρόμο που ένιωσε μόλις συνειδητοποίησε πως το αγόρι που είχε αναλάβει τη «φύλαξή» της, είχε τώρα το μυαλό ενός μικρού παιδιού. Υπήρχε έντονη μια χροιά λύπης —μα το Φως, δεν ήταν παρά ένα αγόρι! Ήταν άδικο!— αλλά ήλπιζε πως ο Ραντ τον είχε ακόμα θωρακισμένο. Δεν ήταν κι ό,τι πιο εύκολο να πείσει τον Φέντγουιν να παίξει με αυτά τα ξύλινα τεμάχια αντί να τραβάει με τη βοήθεια της Δύναμης πέτρες από τους τοίχους για να φτιάξει έναν «μεγάλο πύργο, όπου θα σε κλείσω για να είσαι ασφαλής». Κατόπιν, ανέλαβε αυτή να φυλάει αυτόν μέχρι να καταφθάσει ο Ραντ. Μα το Φως, πόσο ήθελε να κλάψει. Πιότερο για τον Ραντ παρά για τον Φέντγουιν.

«Φαίνεται πως κρύβεσαι στα βάθη».

Η λαρυγγώδης φωνή δεν είχε προλάβει να αποτελειώσει τη φράση της από την είσοδο, πριν ο Ραντ πηδήσει όρθιος, ερχόμενος πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μάζριμ Τάιμ. Ως συνήθως, ο άντρας με τη γαμψή μύτη φορούσε ένα μαύρο πανωφόρι με τους γαλάζιους και χρυσαφένιους Δράκοντες να ανηφορίζουν σπειροειδώς στα μπράτσα του. Αντίθετα όμως με τους υπόλοιπους Άσα’μαν, δεν είχε ούτε το Ξίφος ούτε τον Δράκοντα στο πέτο του. Το σκοτεινιασμένο του πρόσωπο ήταν σχεδόν το ίδιο ανεξιχνίαστο όσο και του Ραντ. Με το βλέμμα του να πέφτει πάνω στον Τάιμ, ο Ραντ έτριξε τα δόντια του. Η Μιν τράβηξε στα κρυφά ένα μαχαίρι από το μανίκι της. Εικόνες κι αύρες χόρευαν γύρω από τους δύο άντρες, αλλά δεν ήταν κάποια εικόνα αυτό που την ανάγκασε να γίνει ξαφνικά επιφυλακτική. Είχε δει και στο παρελθόν έναν άντρα να προσπαθεί να αποφασίσει αν θα σκότωνε έναν άλλον, και το έβλεπε και τώρα.