30
Απαρχές
Κρατώντας επάνω του με το ένα χέρι τον μανδύα με τη γούνινη επένδυση, ο Πέριν επέτρεψε στον Αναχαιτιστή να βηματίσει με το γνωστό βήμα που συνήθιζε το καστανοκόκκινο άτι. Ο ήλιος του προχωρημένου πρωινού δεν ανέδιδε και τόση ζέστη, ενώ το αυλακωμένο χιόνι στον δρόμο που οδηγούσε στα Άμπιλα δεν προσφερόταν για σταθερό πάτημα. Αυτός, μαζί με μια ντουζίνα συντρόφους του, μοιράζονταν την πορεία με δύο παραγεμισμένα καρότσια που τα έσερναν βόδια καθώς και με μια χούφτα αγρότες με απέριττα, μαύρα μάλλινα ρούχα. Βαριοσέρνονταν με τα κεφάλια κατεβασμένα, αδράχνοντας τα καπέλα ή τις κάπες μόλις τους χτυπούσε μια ριπή ανέμου, κατά τ’ άλλα όμως ήταν συγκεντρωμένοι στο έδαφος κάτω από τα πόδια τους.
Πίσω του, άκουσε τον Νιλντ να λέει χαμηλόφωνα ένα πρόστυχο αστείο. Ο Γκρέηντυ μούγκρισε κάτι σαν απάντηση κι ο Μπάλγουερ ρουθούνισε σεμνότυφα. Κανείς από τους τρεις δεν έμοιαζε επηρεασμένος από όσα είχαν δει κι ακούσει τον τελευταίο μήνα, από τότε που πέρασαν τα σύνορα και μπήκαν στην Αμαδισία, ή απ’ όσα ήξεραν ότι τους περίμεναν παρακάτω. Η Εντάρα επέπληττε αυστηρά τη Μασούρι επειδή η τελευταία είχε αφήσει να της γλιστρήσει η κουκούλα. Η Εντάρα κι η Καρέλ φορούσαν τις εσάρπες τυλιγμένες γύρω από το κεφάλι και τους ώμους τους, πάνω από τους μανδύες, αλλά παρ’ όλο που παραδέχτηκαν την αναγκαιότητα να ιππεύσουν, αρνήθηκαν να αποχωριστούν τις ογκώδεις φούστες τους, οπότε τα πόδια με τις μαύρες κάλτσες έμεναν γυμνά από το γόνατο και πάνω. Το κρύο φαίνεται πως δεν τις επηρέαζε ούτε στο ελάχιστο. Μονάχα αυτό το αλλόκοτο χιόνι. Η Καρέλ άρχισε να συμβουλεύει χαμηλόφωνα τη Σέονιντ για το τι θα συνέβαινε αν δεν κρατούσε το πρόσωπό της κρυμμένο.
Φυσικά, αν φανερωνόταν σύντομα, το λιγότερο που θα έπρεπε να φοβάται ήταν μια δόση μαστιγώματος, όπως πολύ καλά ήξεραν τόσο η ίδια όσο κι η Σοφή. Ο Πέριν δεν χρειαζόταν να κοιτάξει πίσω για να καταλάβει πως οι τρεις Πρόμαχοι της αδελφής, οι οποίοι ακολουθούσαν στα νώτα φορώντας συνηθισμένους μανδύες, ήταν άντρες που ανά πάσα στιγμή περίμεναν την ευκαιρία να ξεθηκαρώσουν τα ξίφη τους και να ανοίξουν δρόμο. Ήταν έτσι από τη στιγμή που άφησαν τον καταυλισμό, την αυγή. Διέτρεξε τον γαντοφορεμένο του αντίχειρα κατά μήκος του τσεκουριού που κρεμόταν από τη ζώνη του και μάζεψε επάνω του ξανά τον μανδύα, πριν κάποια ξαφνική ριπή αέρα τον κάνει να ανεμίσει. Αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, οι Πρόμαχοι ίσως να είχαν δίκιο.
Στα αριστερά, και κάπως μακρύτερα, εκεί που ο δρόμος διασταυρωνόταν με μια ξύλινη γέφυρα πάνω από ένα παγωμένο ποταμάκι που προχωρούσε φιδογυριστά κατά μήκος της άκρης της πόλης, ξύλινα αποκαΐδια ξεπετάγονταν μέσα από το χιόνι στην κορυφή μίας τεράστιας, τετραγωνισμένης πέτρινης πλατφόρμας στη βάση της οποίας το χιόνι είχε συσσωρευτεί. Απρόθυμος να δηλώσει υπακοή στον Αναγεννημένο Δράκοντα, ο τοπικός άρχοντας στάθηκε τυχερός που απλώς μαστιγώθηκε και κατασχέθηκαν όλα του τα υπάρχοντα. Μια αρμαθιά άντρες που στέκονταν πάνω στη γέφυρα παρακολουθούσαν την έφιππη ομάδα να πλησιάζει. Ο Πέριν δεν πρόσεξε να φορούν περικεφαλαίες ή αρματωσιά, αλλά ο κάθε άντρας άδραχνε το δόρυ ή τη βαλλίστρα σχεδόν το ίδιο σθεναρά όπως ο ίδιος τον μανδύα του. Δεν μιλούσαν αναμεταξύ τους. Απλά παρακολουθούσαν, με τα χνώτα τους να σχηματίζουν ομίχλη που περιστρεφόταν γύρω από τα πρόσωπα τους. Υπήρχαν κι άλλοι φρουροί μαζεμένοι γύρω από την πόλη, σε κάθε δρόμο που οδηγούσε προς τα έξω, σε κάθε κενό διάστημα ανάμεσα στα κτήρια. Αυτή εδώ ήταν η γη του Προφήτη, αλλά οι Λευκομανδίτες κι ο στρατός του Βασιλιά Άιλρον εξακολουθούσαν να κατέχουν κάμποσες περιοχές.
«Δίκιο είχα που δεν την έφερα», μουρμούρισε, «αλλά, όπως και να έχει, θα το πληρώσω».
«Φυσικά και θα το πληρώσεις», ρουθούνισε ο Ιλάυας. Για άντρας που είχε περάσει πεζός το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, χειριζόταν καλά το άτι με το ποντικίσιο χρώμα. Είχε κερδίσει στα ζάρια τον Γκαλίν, αποκτώντας έναν μανδύα με φόδρα από μαύρη αλεπού. Ο Άραμ, που προχωρούσε από την άλλη μεριά του Πέριν, κοίταξε τον Ιλάυας σκοτεινιασμένος, αλλά ο γενειοφόρος άντρας τον αγνόησε. Δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά οι δυο τους. «Ο άντρας που θα τα μπλέξει με μια γυναίκα το πληρώνει αργά ή γρήγορα, άσχετα από το αν η γυναίκα τού ανήκει ή όχι. Πάντως, είχα δίκιο, έτσι;»
Ο Πέριν ένευσε καταφατικά και κάπως απρόθυμα. Δεν έμοιαζε δίκαιο να παίρνει συμβουλές για τη γυναίκα του από κάποιον άλλον άντρα, ακόμα κι αν ήταν μετρημένες κι έμμεσες, κι ωστόσο λειτουργούσαν. Βέβαια, το να υψώσει τη φωνή στη Φάιλε ήταν εξίσου δύσκολο με το να μην την υψώσει στην Μπερελαίν, αλλά το τελευταίο γινόταν σχετικά συχνά και το πρώτο είχε γίνει κάμποσες φορές. Είχε ακολουθήσει τις συμβουλές του Ιλάυας κατά γράμμα. Σχεδόν, δηλαδή. Όσο καλύτερα μπορούσε. Αυτή η αψιά οσμή της ζήλειας φούντωνε μόλις έβλεπε την Μπερελαίν, αλλά από την άλλη μεριά η οσμή του άλγους είχε χαθεί καθώς προχωρούσαν αργά προς τον Νότο. Ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι ανήσυχος. Όταν της είπε καθαρά και ξάστερα πως δεν θα ερχόταν μαζί του το πρωί, εκείνη δεν διαμαρτυρήθηκε διόλου! Μύριζε σχεδόν... ικανοποιημένη! Και ξαφνιασμένη, μεταξύ άλλων. Πώς ήταν δυνατόν να είναι ικανοποιημένη και θυμωμένη ταυτόχρονα; Η έκφραση του προσώπου της δεν πρόδιδε τίποτα, αλλά η μύτη του δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Φαίνεται πως όσο περισσότερα μάθαινε για τις γυναίκες, τόσο λιγότερα ήξερε!