Οι φρουροί της γέφυρας συνοφρυώθηκαν και ψηλάφισαν τα όπλα τους καθώς οι οπλές του Αναχαιτιστή ηχούσαν κούφια στο ξύλινο σανίδωμα. Ήταν το συνηθισμένο, αλλόκοτο μείγμα ανθρώπων που ακολουθούσαν τον Προφήτη, τύποι με βρώμικα πρόσωπα και μεταξένια πανωφόρια, αρκετά μεγάλα για το μέγεθός τους, σημαδεμένοι τραμπούκοι του δρόμου μαζί με ροδομάγουλους μαθητευόμενους και πρώην έμποροι και τεχνίτες που έμοιαζαν να κοιμούνται επί μήνες φορώντας τα, πάλαι ποτέ, κομψά μάλλινα ρούχα τους. Ο οπλισμός τους, πάντως, έδινε την εντύπωση πως ήταν καλά συντηρημένος. Τα μάτια μερικών αντρών έλαμπαν πυρετικά, ενώ τα πρόσωπα των υπολοίπων ήταν επιφυλακτικά, ξύλινα. Παράλληλα με την απλυσιά, μύριζαν ανυπομονησία, ανησυχία, ορμητικότητα και φόβο, όλα ανακατεμένα.
Δεν έκαναν καμιά κίνηση για να τους εμποδίσουν, απλώς τους παρακολουθούσαν χωρίς καλά-καλά να ανοιγοκλείνουν τα μάτια τους. Απ’ όσο είχε ακούσει ο Πέριν, τόσο οι διάφορες κυρίες με τα μεταξωτά όσο κι οι ζητιάνοι με τα κουρέλια έρχονταν στον Προφήτη με την ελπίδα πως αν δηλώσουν υποταγή σε προσωπικό επίπεδο ίσως κερδίσουν περισσότερες ευλογίες. Ή επιπρόσθετη προστασία. Να γιατί είχε έρθει κι ο ίδιος εδώ με μια χούφτα συντρόφους. Εν ανάγκη, θα φόβιζε τον Μασέμα, αν υποθέσουμε πως μπορούσε να εκφοβιστεί, αλλά ίσως ήταν καλύτερα να έρθει σε επαφή μαζί του δίχως μάχη. Αισθανόταν τα βλέμματα των φρουρών στην πλάτη του, μέχρι που η ομάδα διέσχισε τη μικρή γέφυρα και βγήκε στους λιθόστρωτους δρόμους της πόλης. Παρ’ όλο, όμως, που χάθηκε αυτή η αίσθηση της πίεσης, δεν ένιωσε καθόλου ανακουφισμένος.
Τα Άμπιλα ήταν αρκετά μεγάλη πόλη, με κάμποσα ψηλά παρατηρητήρια κι αρκετά κτήρια τεσσάρων ορόφων, καθένα εκ των οποίων είχε οροφή από σχιστόλιθο. Εδώ κι εκεί, σωροί από πέτρα και ξύλα γέμιζαν το κενό ανάμεσα σε δύο οικοδομές, ένδειξη ότι είχε κατεδαφιστεί κάποιο πανδοχείο ή οίκος εμπόρου. Ο Προφήτης δεν ενέκρινε τον πλούτο που είχε κερδηθεί από το εμπόριο, όπως επίσης αποδοκίμαζε την οινοποσία ή αυτό που οι ακόλουθοι του αποκαλούσαν λάγνα συμπεριφορά. Αποδοκίμαζε αρκετά πράγματα κι έκανε γνωστές τις προθέσεις του με σκληρά παραδείγματα.
Στους δρόμους επικρατούσε πολυκοσμία, αλλά ο Πέριν κι οι σύντροφοι του ήταν οι μόνοι έφιπποι. Το χιόνι είχε καταπατηθεί κι είχε μετατραπεί σε μισοπαγωμένο πολτό που έφτανε έως τον αστράγαλο. Κάμποσες καρότσες που τις έσερναν βόδια προχωρούσαν αργά ανάμεσα στο πλήθος, αλλά τα κάρα ήταν ελάχιστα, ενώ δεν φαινόταν ούτε μία άμαξα. Εκτός από αυτούς που φορούσαν φθαρμένα ρούχα από τα σκουπίδια ή κλεμμένα, όλοι οι υπόλοιποι φορούσαν ατημέλητα μάλλινα. Πολλοί έμοιαζαν βιαστικοί αλλά, όπως κι οι υπόλοιποι στους δρόμους, είχαν τα κεφάλια κατεβασμένα. Όσοι δεν βιάζονταν ήταν περιπλανώμενες και ξεκομμένες ομάδες οπλισμένων αντρών. Η κυρίαρχη οσμή στους δρόμους ήταν αυτή της βρωμιάς και του φόβου, κάτι που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του Πέριν να σηκωθούν. Τουλάχιστον, αν έφταναν εκεί τα πράγματα, δεν θα ήταν δύσκολο να φύγουν από μια πόλη χωρίς τείχη, όπως δεν ήταν δύσκολο και να μπουν.
«Άρχοντά μου», μουρμούρισε ο Μπάλγουερ καθώς έφτασαν παράπλευρα ενός σωρού από μπάζα. Δεν περίμενε καν το νεύμα του Πέριν για να γυρίσει πλάγια το άλογο του με την πλακουτσωτή μύτη και να πάρει άλλη κατεύθυνση, κυρτωμένος πάνω στη σέλα του και με τον καφετί μανδύα σφιχτά κρατημένο επάνω του. Ο Πέριν δεν ανησυχούσε γι’ αυτόν τον μικροσκοπικό, άχαρο άντρα, ακόμα κι αν ξέμενε εδώ. Για γραμματέας είχε καταφέρει να μάθει απρόσμενα πολλά πράγματα σχετικά με τις επιδρομές του. Έμοιαζε να γνωρίζει καλά ποιος ήταν ο σκοπός του κυρίου του.
Βγάζοντας τον Μπάλγουερ από τον νου του, ο Πέριν άρχισε να σκέφτεται για ποιο λόγο βρισκόταν εδώ.
Μία και μοναδική ερώτηση χρειάστηκε, απευθυνόμενη σε έναν ψηλόλιγνο νεαρό με μια εκστατική λάμψη στο πρόσωπό του, για να πληροφορηθεί που έμενε ο Προφήτης, κι άλλες τρεις σε διάφορους περαστικούς για να βρει την οικία του εμπόρου, τέσσερις όροφοι γκρίζας πέτρας με καλούπια άσπρου μαρμάρου και πλαίσια παραθύρων. Ο Μασέμα δεν ενέκρινε τον μόχθο για να βγάλεις χρήματα, αλλά δεν είχε πρόβλημα να δεχτεί τις εξυπηρετήσεις όσων εφάρμοζαν μια τέτοια τακτική. Από την άλλη, ο Μπάλγουερ έλεγε πως κοιμόταν συχνά σε μια αγροικία γεμάτη διαρροές κι ότι ήταν ικανοποιημένος. Ο Μασέμα έπινε μονάχα νερό, κι όπου πήγαινε μίσθωνε καμιά φουκαριάρα χήρα κι έτρωγε αδιαμαρτύρητα το φαγητό που ετοίμαζε, είτε ήταν καλομαγειρεμένο είτε χάλια. Εξαιτίας αυτής της ευσπλαχνίας είχε πάρει με το μέρος του περισσότερες χήρες απ’ όσες μπορούσε να μετρήσει ο Πέριν.