Το πλήθος που συνωστιζόταν στους δρόμους ήταν απόν μπροστά από το μεγάλο σπίτι, αντισταθμιζόταν ωστόσο από κάμποσους οπλισμένους φρουρούς, σαν κι αυτούς της γέφυρας. Κοιτούσαν τον Πέριν δύστροπα, ενώ μερικοί χασκογελούσαν αυθάδικα. Οι δύο Άες Σεντάι κρατούσαν τα πρόσωπά τους κρυμμένα στις βαθιές κουκούλες κι είχαν τα κεφάλια κατεβασμένα, ενώ οι λευκές ανάσες ξεπηδούσαν από τις καλύπτρες σαν ατμός. Με την άκρη του ματιού του, ο Πέριν πρόσεξε τον Ιλάυας να ψηλαφίζει τη λαβή του μακρόστενου μαχαιριού του. Δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και να μη χαϊδέψει το τσεκούρι του.
«Έρχομαι να παραδώσω ένα μήνυμα στον Προφήτη εκ μέρους του Αναγεννημένου Δράκοντα», ανακοίνωσε. Όταν κανείς από τους άντρες δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, πρόσθεσε: «Ονομάζομαι Πέριν Αϋμπάρα. Ο Προφήτης με γνωρίζει». Ο Μπάλγουερ τον είχε προειδοποιήσει πως μπορεί να ήταν επικίνδυνο να χρησιμοποιήσει το όνομα Μασέμα ή να αποκαλέσει τον Ραντ με το όνομά του κι όχι ως Άρχοντα Αναγεννημένο Δράκοντα. Δεν πήγε εκεί για να προκαλέσει φασαρίες.
Ο ισχυρισμός ότι γνώριζε τον Μασέμα φάνηκε να επηρεάζει τους φρουρούς. Κάμποσοι από δαύτους αντάλλαζαν ματιές με γουρλωμένα μάτια, ενώ ένας έτρεξε στο εσωτερικό. Οι υπόλοιποι απέμειναν να τον κοιτάζουν λες κι ήταν βάρδος. Λίγα λεπτά μετά, μια γυναίκα φάνηκε στην πόρτα. Ευπαρουσίαστη, με λευκούς κροτάφους κι ένα ψηλόλαιμο φόρεμα από μπλε μάλλινο, αρκετά κομψό αν και χωρίς στολίδια, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η ίδια ο έμπορος. Ο Μασέμα δεν πετούσε στον δρόμο όσους του προσέφεραν φιλοξενία, αλλά οι υπηρέτες τους ή οι εργάτες γίνονταν συνήθως μέλη της ομάδας για «την εξάπλωση της δόξας του Άρχοντα Δράκοντα».
«Αν έρθετε μαζί μου, Άρχοντα Αϋμπάρα», είπε με ήρεμη φωνή η γυναίκα, «μαζί με τους φίλους σας, θα σας οδηγήσω στον Προφήτη του Άρχοντα Δράκοντα, είθε το Φως να φωτίζει το όνομά του». Μπορεί να ακουγόταν ήρεμη, αλλά η οσμή της ήταν διάχυτη από φόβο.
Διατάζοντας τον Νιλντ και του Προμάχους να προσέχουν τα άλογα μέχρι να επιστρέψουν, ο Πέριν κι οι υπόλοιποι την ακολούθησαν στο εσωτερικό, το οποίο ήταν σκοτεινό, καθότι οι αναμμένοι φανοί ήταν ελάχιστοι, κι όχι πολύ πιο ζεστό απ’ έξω. Ακόμα κι οι Σοφές έμοιαζαν να δείχνουν υπακοή. Η οσμή τους δεν ανέδιδε φόβο, αλλά κάτι σαν κι αυτό που ένιωθαν οι Άες Σεντάι, ενώ ο Γκρέηντυ κι ο Ιλάυας μύριζαν επιφυλακτικότητα, οι τρίχες του σβέρκου τους ήταν ανασηκωμένες και τα αυτιά τους τεντωμένα. Παραδόξως, ο Άραμ μύριζε ανυπομονησία. Ο Πέριν ήλπιζε πως δεν θα επιχειρούσε να τραβήξει εκείνο το ξίφος που είχε περασμένο στην πλάτη του.
Το τεράστιο και στρωμένο με χαλιά δωμάτιο στο οποίο τους οδήγησε η γυναίκα, με τις φωτιές να καίνε στις ακριανές εστίες, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι δωμάτιο επιχειρήσεων στρατηγού, καθότι το κάθε ξεχωριστό τραπέζι και τα μισά καθίσματα ήταν καλυμμένα με χάρτες κι έγγραφα. Ήταν αρκετά ζεστό για να αναγκάσει τον Πέριν να πετάξει τον μανδύα του και να μετανιώσει που φορούσε δύο πουκαμίσες κάτω από το πανωφόρι του. Ήταν όμως ο ίδιος ο Μασέμα, στεκόμενος καταμεσής στο δωμάτιο, που αμέσως τράβηξε το βλέμμα του όπως ο μαγνήτης τα ρινίσματα σιδήρου, ένας σκουρόχρωμος, μουτρωμένος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι κι ένα ωχρό τριγωνικό σημάδι στο μάγουλο. Φορούσε μια τσαλακωμένη γκρίζα μπέρτα και φθαρμένες μπότες. Τα βαθουλωτά του μάτια έκαιγαν με μια μαύρη φωτιά, η δε οσμή του... Η μόνη ονομασία που μπορούσε να δώσει ο Πέριν σε αυτήν την οσμή, την ατσαλένια, κοφτερή σαν λάμα και παλλόμενη με άγρια ένταση, ήταν «τρέλα». Πώς ήταν δυνατόν να πιστεύει ο Ραντ ότι μπορούσε να δαμάσει αυτόν τον τύπο;
«Ώστε εσύ είσαι», γρύλισε ο Μασέμα. «Δεν πίστευα πως θα τολμούσες να αποκαλύψεις το πρόσωπό σου. Γνωρίζω πολύ καλά τους σκοπούς σου! Ο Χάρι μού μίλησε πάνω από μια βδομάδα πριν κι είμαι καλά πληροφορημένος». Ένας άντρας ανακινήθηκε σε μια γωνιά του δωματίου, ένας τύπος με σχιστά μάτια και πεταχτή μύτη, κι ο Πέριν επέπληξε τον εαυτό του που δεν τον είχε προσέξει προηγουμένως. Το πράσινο μεταξωτό πανωφόρι του Χάρι ήταν πολύ πιο καλοφτιαγμένο από αυτό που φορούσε όταν αρνήθηκε να συλλέξει στάχυα. Ο άντρας έτριψε τα χέρια του και μειδίασε με έναν διεφθαρμένο τρόπο προς το μέρος του Πέριν, ωστόσο παρέμεινε σιωπηλός όσο μιλούσε ο Μασέμα. Η φωνή του Προφήτη γινόταν όλο και πιο θερμή με κάθε του λέξη, όχι από θυμό αλλά από την επιθυμία του να χαράξει την κάθε συλλαβή βαθιά στη σάρκα του Πέριν. «Ξέρω πως δολοφόνησες άντρες που τάχθηκαν με το μέρος του Άρχοντα Δράκοντα. Ξέρω πως προσπάθησες να σμιλέψεις το δικό σου βασίλειο. Ναι, γνωρίζω πολλά για τη Μανέθερεν, όπως επίσης και για τις φιλοδοξίες σου! Είσαι άπληστος για δόξα! Γύρισες την πλάτη στον...!»