«Θα επιθυμούσε η Αρχόντισσα να ζητήσω από κάποιον εκπαιδευτή να της φέρει ένα γεράκι;» ρώτησε η Μάιντιν. Ένας από τους τέσσερις εκπαιδευτές γερακιών της Αλιάντρε, άντρες λιγνοί σαν τα πτηνά που φρόντιζαν, έβγαλε από την ξύλινη βάση, μπροστά στη σέλα του, ένα καλοζωισμένο χαριτωμένο γεράκι, που φορούσε μια κουκούλα από φτερά πάνω από τη βαριά προστατευτική του εξάρτυση, κι έτεινε το γκρίζο πουλί προς το μέρος της γυναίκας. Το γεράκι με τις γαλαζωπές άκρες στις φτερούγες καθόταν στον καρπό της Αλιάντρε, πάνω στο πράσινο γάντι. Δυστυχώς, αυτό το πουλί ήταν ειδικά φυλαγμένο για την ίδια. Η Αλιάντρε γνώριζε καλά πως ήταν υποτελής, αλλά η Φάιλε καταλάβαινε πως δεν ήθελε να εγκαταλείψει το αγαπημένο της πουλί.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της κι η Μάιντιν έκανε μια υπόκλιση πάνω στη σέλα της κι απομάκρυνε την παρδαλή της φοράδα από το Χελιδόνι, σε αρκετή απόσταση έτσι ώστε να μην παρεμβαίνει, αλλά κι αρκετά κοντά για να είναι έτοιμη να εξυπηρετήσει την κυρά της χωρίς η Φάιλε να αναγκαστεί να υψώσει τη φωνή της. Η αξιοπρεπής ξανθομάλλα είχε αποδειχτεί πολύ καλή υπηρέτρια για αρχόντισσα, τόσο καλή όσο ήλπιζε η Φάιλε, πεπειραμένη κι ικανή, ειδικά όταν έμαθε πως, άσχετα τι θέση κατείχε η κάθε μια τους με την προηγούμενη κυρά τους, η Λίνι ήταν πρώτη ανάμεσα στο υπηρετικό προσωπικό της Φάιλε, και πρόθυμη να χρησιμοποιήσει την εξουσία της. Παραδόξως, είχε συμβεί ένα επεισόδιο με κάποιο μαστίγιο, αλλά η Φάιλε προσποιούνταν πως δεν γνώριζε τίποτα. Μόνο ένας πανίβλακας θα μπορούσε να φέρει σε αμηχανία τους υπηρέτες της. Βέβαια, υπήρχε ακόμα και το θέμα με τη Μάιντιν και τον Τάλανβορ. Ήταν σίγουρη πως η Μάιντιν μοιραζόταν το κρεβάτι του κι, από τη στιγμή που θα έβρισκε αποδείξεις γι’ αυτό, θα τους πάντρευε, ακόμα κι αν χρειαζόταν να αμολήσει τη Λίνι εναντίον τους. Πάντως, το θέμα ήταν επουσιώδες και δεν θα το άφηνε να της χαλάσει το πρωινό.
Τα γεράκια ήταν ιδέα της Αλιάντρε, αλλά η Φάιλε δεν είχε αντίρρηση για μια βόλτα σε αυτό το αραιοσπαρμένο δάσος, όπου το χιόνι κάλυπτε σαν κυματιστή κουβέρτα τα πάντα και μαζευόταν πηχτό κι άσπρο πάνω στα γυμνά κλωνάρια. Το πράσινο χρώμα των δέντρων που διατηρούσαν ακόμα τη φυλλωσιά τους φάνταζε πιο έντονο. Ο αέρας ήταν αναζωογονητικός και μύριζε φρεσκάδα.
Η Μπάιν κι η Τσιάντ επέμεναν να τη συνοδεύσουν, αλλά τώρα είχαν κάτσει οκλαδόν κάπου εκεί κοντά, με τα σούφα τυλιγμένα γύρω από τα κεφάλια τους, παρακολουθώντας τη με δυσαρεστημένες εκφράσεις. Η Σούλιν ήθελε να φέρει μαζί τις Κόρες, αλλά με όλες αυτές τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν παντού περί διαρπαγών εκ μέρους των Αελιτών, και μόνο η απλή εμφάνιση μιας Αελίτισσας ήταν αρκετή για να κάνει τους περισσότερους κατοίκους της Αμαδισία να το βάλουν στα πόδια ή να αρπάξουν τα ξίφη τους. Θα πρέπει να υπήρχε ένας πυρήνας αλήθειας σ’ αυτές τις ιστορίες, ειδάλλως πολλοί δεν ήξεραν καν τι είναι οι Αελίτες, αν και το Φως μόνο ξέρει ποιοι ήταν ή από πού ήρθαν. Ωστόσο, ακόμα κι η Σούλιν συμφωνούσε πως, όποιοι κι αν ήταν, είχαν κινηθεί ανατολικά, ίσως προς την Αλτάρα.
Όπως και να έχει, τόσο κοντά στα Άμπιλα, είκοσι στρατιώτες της Αλιάντρε κι άλλοι τόσοι Μαγιενοί Φτερωτοί Φρουροί αποτελούσαν ικανοποιητική συνοδεία. Τα σημαιάκια πάνω στις λόγχες τους, κόκκινα ή πράσινα, ανέμιζαν σαν κορδέλες όποτε έπνεε η αύρα. Η μόνη συμφορά ήταν η παρουσία της Μπερελαίν, αν κι ήταν πολύ διασκεδαστικό να παρακολουθείς τη γυναίκα να αναρριγεί μέσα στον κόκκινο μανδύα της με τη γούνινη φόδρα, χοντρό σχεδόν σαν δύο παπλώματα. Το Μαγιέν δεν είχε πραγματικό χειμώνα. Ο καιρός έμοιαζε με τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου. Στη Σαλδαία, στην καρδιά του χειμώνα, η εκτεθειμένη σάρκα παγώνει και γίνεται σκληρή σαν ξύλο. Η Φάιλε πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένιωθε έτοιμη να σκάσει στα γέλια.
Σαν από θαύμα λες, ο σύζυγος της, ο αγαπημένος της λύκος, είχε αρχίσει να συμπεριφέρεται με τον αρμόζοντα τρόπο. Αντί να φωνάζει στην Μπερελαίν ή να κοιτάει να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο μακριά της, ο Πέριν ανεχόταν πια τα θέλγητρα του γύναιου όπως θα ανεχόταν ένα παιδάκι που μπερδεύεται στα πόδια του. Το καλύτερο απ’ όλα δε ήταν πως δεν χρειαζόταν πια να καταπνίξει την οργή της όταν ένιωθε την ανάγκη να την εξωτερικεύσει. Όταν η γυναίκα φώναζε, αυτός ανταπέδιδε τις φωνές. Γνώριζε πως δεν ήταν Σαλδαίος, αλλά και μόνο η ενδόμυχη σκέψη ότι τη θεωρούσε πολύ αδύναμη για να σταθεί απέναντι του, την έκανε να νιώθει άβολα. Λίγα βράδια πριν, στο δείπνο, του είχε υποδείξει πως η Μπερελαίν θα έμενε σχεδόν γυμνή αν έγερνε λίγο ακόμα στο τραπέζι. Τέλος πάντων, η Μπερελαίν δεν θα έφτανε έως εκεί. Η τσούλα πίστευε ακόμα πως μπορούσε να τον κερδίσει. Το ίδιο πρωί είχε φανεί αυταρχικός, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, ακριβώς το είδος του άντρα που μια γυναίκα ξέρει ότι θα πρέπει να φανεί πολύ ισχυρή για να τον κατακτήσει, για να φανεί αντάξιά του. Φυσικά, θα έπρεπε να του τρίξει και λίγο τα δόντια. Ένας αυταρχικός άντρας ήταν εξαίσιος, αρκεί να μην πίστευε πως θα ήταν πάντα εξουσιαστικός. Να γελάσει; Μέχρι που θα τραγουδούσε κιόλας!