«Μάιντιν, νομίζω πως τελικά θα...» Η Μάιντιν βρέθηκε αμέσως πλάι της με ένα απορημένο χαμόγελο, αλλά η Φάιλε δεν αποτελείωσε την πρότασή της, καθώς πρόσεξε μπροστά της τρεις καβαλάρηδες που κάλπαζαν μέσα στο χιόνι σπιρουνίζοντας τα άλογά τους για να πάνε πιο γρήγορα.
«Τουλάχιστον, υπάρχουν αρκετοί λαγοί, Αρχόντισσά μου», είπε η Αλιάντρε, οδηγώντας το ψηλό λευκό ευνουχισμένο της ζώο δίπλα στο Χελιδόνι, «αλλά ήλπιζα... Ποιοι είναι τούτοι;» Το γεράκι της ανακινήθηκε πάνω στο χοντρό της γάντι κι οι καμπανούλες πάνω στα λουριά του κουδούνισαν. «Μοιάζουν να είναι δικοί σου, Αρχόντισσά μου».
Η Φάιλε ένευσε κατσούφικα. Τους είχε αναγνωρίσει. Ο Παρέλεαν, η Αρέλα κι η Λασίλ. Μα τι έκαναν εδώ;
Οι τρεις έφιπποι σταμάτησαν μπροστά της κι η ανάσα των λαχανιασμένων αλόγων έβγαινε από τα ρουθούνια τους σαν ατμός. Ο Παρέλεαν έμοιαζε εξίσου γουρλομάτης με το διάστικτο άτι του. Η Λασίλ, με το ωχρό της πρόσωπο κρυμμένο σχεδόν στη βαθιά καλύπτρα του μανδύα της, ξεροκατάπιε ανήσυχα, ενώ το σκουρόχρωμο πρόσωπο της Αρέλα φαινόταν να έχει γκριζάρει. «Αρχόντισσά μου», είπε ο Παρέλεαν με μια χροιά βιασύνης στη φωνή του, «έχω φοβερά νέα! Ο Προφήτης Μασέμα συναντήθηκε με τους Σωντσάν!»
«Με τους Σωντσάν!» αναφώνησε η Αλιάντρε. «Δεν πιστεύω να νομίζει πως αυτοί θα έρθουν στον Άρχοντα Δράκοντα!»
«Μπορεί να είναι πολύ απλούστερο», είπε η Μπερελαίν σπιρουνίζοντας την ιδιαίτερα επιδεικτική φοράδα της, ώστε να ζυγώσει από την άλλη πλευρά της Αλιάντρε. Μια κι ο Πέριν δεν βρισκόταν εκεί γύρω για να προσπαθήσει να τον εντυπωσιάσει, το βαθυγάλανο φόρεμα ιππασίας που φορούσε ήταν ραμμένο αρκετά σεμνά, με τον λαιμό να φτάνει έως το πηγούνι της. Ωστόσο, εξακολουθούσε να αναριγεί. «Ο Μασέμα αντιπαθεί τις Άες Σεντάι κι οι Σωντσάν κρατούν αιχμάλωτες όσες γυναίκες έχουν την ικανότητα της διαβίβασης».
Η Φάιλε πλατάγισε τη γλώσσα της εκνευρισμένη. Αν όλα αυτά ήταν αληθινά, τα νέα ήταν πράγματι άσχημα. Ήλπιζε μόνο ο Παρέλεαν κι οι υπόλοιποι να ήταν αρκετά λογικοί ώστε να προσποιούνται, τουλάχιστον, ότι κρυφάκουσαν κατά τύχη. Όμως έπρεπε να βεβαιωθεί και μάλιστα όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ο Πέριν ίσως είχε ήδη φτάσει στον Μασέμα. «Τι αποδείξεις έχεις, Παρέλεαν;»
«Μιλήσαμε με τρεις αγρότες που είδαν ένα μεγάλο ιπτάμενο πλάσμα να προσγειώνεται πριν από τέσσερα βράδια, Αρχόντισσά μου. Μετέφερε μια γυναίκα, η οποία πήγε κατευθείαν στον Μασέμα και παρέμεινε μαζί του επί τρεις ώρες».
«Κατορθώσαμε να την ακολουθήσουμε μέχρι την οικία του Μασέμα, στα Άμπιλα», πρόσθεσε η Λασίλ.
«Και οι τρεις άντρες πιστεύουν πως το πλάσμα ήταν ένα Σκιογέννημα», παρενέβη η Αρέλα, «και φαίνονταν αρκετά αξιόπιστοι». Το να πει η Αρέλα ότι ένας άντρας που δεν ανήκει στους Τσα Φάιλε είναι αξιόπιστος, είναι σαν να λες πως κάποιος είναι τίμιος σαν φίδι.
«Μου φαίνεται πως πρέπει να επισκεφθώ τα Άμπιλα», είπε η Φάιλε, αρπάζοντας τα χαλινάρια της Σουώλοου. «Αλιάντρε, πάρε μαζί σου τη Μάιντιν και την Μπερελαίν». Κάτω από άλλες συνθήκες, το σφίξιμο των χειλιών της Μπερελαίν καθώς άκουγε αυτά τα λόγια θά ήταν διασκεδαστικό. «Ο Παρέλεαν, η Αρέλα κι η Λασίλ θα με συνοδεύσουν...» Ένας άντρας ούρλιαξε κι όλοι αναπήδησαν.
Πενήντα βήματα μακρύτερα, ένας από τους πρασινοντυμένους στρατιώτες της Αλιάντρε έπεφτε από τη σέλα του, κι ένα λεπτό αργότερα ένας Φτερωτός Φρουρός σωριαζόταν κάτω, με ένα βέλος να εξέχει από τον λαιμό του. Πεπλοφόροι Αελίτες έκαναν την εμφάνισή τους ανάμεσα στα δέντρα, κραδαίνοντας τόξα και τρέχοντας. Κι άλλοι στρατιώτες σωριάστηκαν. Η Μπάιν κι η Τσιάντ πήδηξαν όρθιες, με τα σκούρα πέπλα να κρύβουν τα πρόσωπά τους έως τα μάτια. Τα δόρατά τους ήταν περασμένα ανάμεσα στα λουριά της φαρέτρας στην πλάτη τους, κι άρχισαν να χειρίζονται με ευελιξία τα τόξα τους, ρίχνοντας ταυτόχρονα ματιές προς το μέρος της Φάιλε. Παντού τριγύρω υπήρχαν Αελίτες, εκατοντάδες ίσως, μια μεγάλη θηλιά έτοιμη να κλείσει γύρω τους. Έφιπποι στρατιώτες χαμήλωσαν τα δόρατά τους, σχηματίζοντας κύκλο γύρω από τη Φάιλε και τους υπόλοιπους, αλλά αμέσως φάνηκαν κενά καθώς τα βέλη των Αελιτών έβρισκαν στόχο.
«Κάποιος πρέπει να μεταφέρει τα νέα σχετικά με τον Μασέμα στον Άρχοντα Πέριν», είπε η Φάιλε στον Παρέλεαν και στις δύο γυναίκες. «Κάποιος από σας πρέπει να τον προλάβει πάση θυσία! Καλπάστε σαν τη φωτιά!» Η σαρωτική της ματιά περιέλαβε την Αλιάντρε και τη Μάιντιν. Ακόμα και την Μπερελαίν. «Καλπάστε όλοι σας σαν τη φωτιά, αλλιώς θα πεθάνετε εδώ!» Χωρίς καλά-καλά να περιμένει τα καταφατικά τους νεύματα, έκανε πράξη τα λόγια της σπιρουνίζοντας τα πλευρά της Σουώλοου κι ορμώντας μέσα από τον άχρηστο κλοιό των στρατιωτών. «Καλπάστε!» φώναξε. Κάποιος έπρεπε να μεταφέρει τα μαντάτα στον Πέριν. «Καλπάστε!»