Выбрать главу

Γέρνοντας πάνω στον λαιμό της μαύρης φοράδας, η γυναίκα τη σπιρούνισε για να αναπτύξει ταχύτητα. Οι σβέλτες οπλές τίναζαν παντού χιόνι καθώς η Σουώλοου έτρεχε ανάλαφρα. Στις πρώτες εκατό δρασκελιές, η Φάιλε πίστεψε πως θα κατάφερνε τελικά να το σκάσει. Κι ύστερα, η Σουώλοου ούρλιαξε και σκόνταψε, πέφτοντας μπροστά με τον ξερό ήχο του σπασμένου ποδιού. Η Φάιλε πετάχτηκε στον αέρα κι έπεσε βαριά στο έδαφος, νιώθοντας να της κόβεται η ανάσα καθώς βυθίστηκε με τα μούτρα μέσα στο χιόνι. Παλεύοντας να πάρει αέρα, σηκώθηκε στα πόδια της και τράβηξε ένα μαχαίρι από τη ζώνη της. Η Σουώλοου είχε ουρλιάξει πριν σκοντάψει, πριν από αυτό το φοβερό σπάσιμο.

Ένας κουκουλοφόρος Αελίτης πρόβαλε μπροστά της από το πουθενά, χτυπώντας τη στον καρπό με το άκαμπτο χέρι του. Το μαχαίρι έπεσε από τα μουδιασμένα της δάχτυλα και, πριν προλάβει να επιχειρήσει να τραβήξει ένα άλλο με το αριστερό της χέρι, ο άντρας βρέθηκε επάνω της.

Άρχισε να παλεύει κλωτσώντας, χτυπώντας τον με τις γροθιές της, ακόμα και δαγκώνοντάς τον, αλλά ο τύπος ήταν εξίσου πλατύστερνος με τον Πέριν κι ένα κεφάλι ψηλότερος. Έμοιαζε επίσης εξίσου δυνατός, σύμφωνα με τις εντυπώσεις της Φάιλε. Λίγο απείχε από το να βάλει τα κλάματα από απόγνωση εξαιτίας αυτής της εξευτελιστικής ευκολίας με την οποία τη μεταχειριζόταν, παίρνοντάς της πρώτα όλα της τα μαχαίρια και τοποθετώντας τα πίσω από τη ζώνη του κι έπειτα χρησιμοποιώντας μια από τις δικές της λάμες για να της σκίσει τα ρούχα. Πριν ακόμα το καταλάβει καλά-καλά, βρέθηκε γυμνή στο χιόνι, με τους αγκώνες δεμένους πίσω από την πλάτη της με μία από τις κάλτσες της και με μια άλλη κάλτσα περασμένη γύρω από τον λαιμό της, σαν λουρί.

Δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον ακολουθήσει, αναρριγώντας και σκοντάφτοντας στο χιόνι. Το δέρμα της είχε ανατριχιάσει από το κρύο. Μα το Φως, πώς ήταν δυνατόν να πίστευε πως η σημερινή μέρα δεν θα ήταν και τόσο κρύα; Μα το Φως, μακάρι να κατόρθωνε κάποιος να δραπετεύσει με τα μαντάτα για τον Μασέμα! Και για να πληροφορήσει τον Πέριν σχετικά με την αιχμαλωσία της, βέβαια, αν και θα έβρισκε τρόπο να ξεφύγει. Τα πρώτα νέα ήταν πιο σημαντικά.

Το πρώτο πτώμα που είδε ήταν του Παρέλεαν, ο οποίος κειτόταν ανάσκελα με το ξίφος κρατημένο σε ένα τεντωμένο χέρι και με το αίμα να έχει απλωθεί σε όλη την επιφάνεια του κομψού πανωφοριού του με τα σατινένια ταινιωτά μανίκια. Υπήρχαν και πολλά άλλα πτώματα, Φτερωτοί Φρουροί με τους κόκκινους θώρακές τους, στρατιώτες της Αλιάντρε με σκουροπράσινες περικεφαλαίες, καθώς κι ένας από τους εκπαιδευτές γερακιών, με το κουκουλοφόρο πουλί να πεταρίζει μάταια για να ξεφύγει από τα λουριά που είχαν σκαλώσει στη γροθιά του νεκρού άντρα. Ωστόσο, κράτησε την ελπίδα μέσα της.

Οι πρώτοι αιχμάλωτοι που είδε, γονατισμένοι ανάμεσα σε μερικούς Αελίτες, άντρες και Κόρες με τα βέλα κατεβασμένα μέχρι το στήθος τους, ήταν η Μπάιν κι η Τσιάντ, γυμνές κι οι δύο, με τα χέρια λυτά κι ακουμπισμένα στα γόνατα. Το αίμα κυλούσε στο πρόσωπο της Μπάιν, κάνοντας τα φλογάτα της μαλλιά να κολλούν μεταξύ τους. Το αριστερό μάγουλο της Τσιάντ ήταν κοκκινισμένο και πρησμένο, ενώ τα γκρίζα της μάτια έμοιαζαν ελαφρώς απλανή. Ήταν κι οι δύο γονατισμένες εκεί, ευθυτενείς, ανέκφραστες κι αδιάντροπες, αλλά καθώς ο τεράστιος Αελίτης την ανάγκασε με βάναυσο τρόπο να πέσει στα γόνατα πλάι τους, εκείνες ανασηκώθηκαν.

«Δεν είναι δίκαιο, Σάιντο», μουρμούρισε θυμωμένα η Τσιάντ.

«Δεν ακολουθεί το τζι’ε’τόχ», γαύγισε η Μπάιν. «Δεν μπορείς να την κάνεις γκαϊ’σάιν».

«Οι γκαϊ’σάιν θα έκαναν ησυχία», αποκρίθηκε αφηρημένα μια γκριζομάλλα Κόρη. Η Μπάιν κι η Τσιάντ έριξαν περίλυπες ματιές προς το μέρος της Φάιλε και κατόπιν επανήλθαν στην ήρεμη αναμονή τους. Κουλουριασμένη και πασχίζοντας να κρύψει τη γύμνια της με τα γόνατά της, η Φάιλε δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει ή να γελάσει. Οι δύο γυναίκες που είχε διαλέξει για να τη βοηθήσουν να δραπετεύσει σε περίπτωση ανάγκης δεν κουνούσαν ούτε το δαχτυλάκι τους εξαιτίας του τζι’ε’τόχ.

«Θα το πω ξανά, Έφαλιν», μουρμούρισε ο άντρας που την είχε αιχμαλωτίσει. «Πρόκειται για τρέλα. Σχεδόν σερνόμαστε με αυτό το... χιόνι». Η λέξη βγήκε κάπως αμήχανα από τα χείλη του. «Υπάρχουν πολλοί οπλισμένοι άντρες εδώ. Θα έπρεπε να κινηθούμε ανατολικά, όχι να πάρουμε κι άλλους γκαϊ’σάιν για να μας καθυστερήσουν».