Выбрать главу

«Η Σεβάνα επιθυμεί κι άλλους γκαϊ’σάιν, Ρόλαν», απάντησε η γκριζομάλλα Κόρη. Συνοφρυώθηκε, και στα σκληρά, γκρίζα μάτια της φάνηκε για μια στιγμή η αποδοκιμασία.

Αναριγώντας, η Φάιλε βλεφάρισε, καθώς συνειδητοποίησε τα ονόματα που είχε ακούσει. Μα το Φως, το κρύο έκανε το μυαλό της να παίρνει όλο και λιγότερες στροφές. Η Σεβάνα Σάιντο. Βρίσκονταν στο Μαχαίρι του Σφαγέα, μακριά από δω, πέρα ίσως κι από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου! Κι όμως ήταν εδώ, κάτι που θα έπρεπε να ξέρει ο Πέριν και που αποτελούσε επαρκή λόγο για να δραπετεύσει σύντομα. Οι πιθανότητες, πάντως, δεν ήταν πολλές, έτσι όπως καθόταν ζαρωμένη πάνω στο χιόνι, αναλογιζόμενη ποιο μέρος του κορμιού της θα πάγωνε πρώτο. Ο Τροχός εξισορροπούσε τη θυμηδία που ένιωθε για τα ρίγη της Μπερελαίν, κάνοντας τα να μοιάζουν με εκδίκηση εκ μέρους της. Η αλήθεια ήταν πως εποφθαλμιούσε το χοντρό μάλλινο χιτώνιο που φορούσε η γκαϊ’σάιν. Οι φυλακές της, πάντως, δεν το αποφάσιζαν να αναχωρήσουν. Περίμεναν κι άλλους αιχμαλώτους.

Πρώτη απ’ όλες φάνηκε η Μάιντιν, γυμνωμένη και δεμένη, όπως κι η Φάιλε, παλεύοντας να ξεφύγει σε κάθε της βήμα, μέχρι που η Κόρη που την έσπρωχνε την κλώτσησε ξαφνικά στα πόδια. Η Μάιντιν έπεσε κάτω βαριά, κάθισε στο χιόνι και τα μάτια της γούρλωσαν τόσο, που η Φάιλε θα γελούσε αν δεν ένιωθε λύπηση για τη γυναίκα. Ακολούθησε η Αλιάντρε, διπλωμένη στα δύο σε μια προσπάθεια να θωρακίσει τον εαυτό της, και κατόπιν η Αρέλα, που έμοιαζε μισοπαράλυτη από τη γύμνια της, σερνάμενη σχεδόν από δύο Κόρες. Στο τέλος, φάνηκε ένας ακόμα ψηλός Αελίτης με τη Λασίλ κάτω από το ένα του μπράτσο σαν πακέτο, η οποία κλωτσούσε τριγύρω μανιασμένα.

«Οι υπόλοιποι ή έχουν σκοτωθεί ή το έχουν σκάσει», είπε ο άντρας ρίχνοντας τη μικροκαμωμένη Καιρχινή δίπλα στη Φάιλε. «Η Σεβάνα θα πρέπει να μείνει ικανοποιημένη, Έφαλιν. Δίνει μεγάλη έμφαση στην εξεύρεση ανθρώπων που φορούν μεταξωτά».

Η Φάιλε δεν πρόφερε καμιά αντίσταση όταν τη σκούντησαν για να σηκωθεί όρθια και την έβαλαν επικεφαλής των άλλων κρατούμενων, να τους οδηγεί με κοπιαστικό βήμα μέσα στο χιόνι. Ήταν πολύ ζαλισμένη για να πολεμήσει. Ο Παρέλεαν ήταν νεκρός, η Αρέλα, η Λασίλ, η Αλιάντρε κι η Μάιντιν αιχμάλωτες. Μα το Φως, κάποιος έπρεπε να προειδοποιήσει τον Πέριν σχετικά με τον Μασέμα. Κάποιος έπρεπε να το κάνει, αλλιώς αυτό θα ήταν το τελικό χτύπημα. Κι αυτή ήταν εδώ, τρέμοντας και τρίζοντας τα δόντια της για να μην αρχίσει να βγάζει άναρθρες κραυγές, προσπαθώντας να προσποιηθεί πως δεν ήταν ολόγυμνη και δεμένη, καθ’ οδόν προς μια άγνωστη αιχμαλωσία. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έπρεπε να ελπίζει πως αυτή η προκλητική γατούλα —αυτή η σκυθρωπή τσούλα!— η Μπερελαίν, κατάφερε να το σκάσει για να ειδοποιήσει τον Πέριν. Συγκριτικά, αυτό ήταν και το χειρότερο.

Η Εγκουέν σπιρούνισε τον Ντάισαρ κατά μήκος της φάλαγγας των μυημένων έφιππων αδελφών ανάμεσα στις άμαξες και των —παρά το χιόνι— πεζών Αποδεχθεισών και μαθητευομένων. Ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό και τα σύννεφα ήταν ελάχιστα, αλλά η ανάσα έβγαινε σαν σπειροειδής ομίχλη από τα ρουθούνια του ευνουχισμένου της ζώου. Η Σέριαμ κι η Σιουάν βάδιζαν πίσω της συζητώντας σχετικά με όσα είχαν πληροφορηθεί από τους κατασκόπους της Σιουάν. Η Εγκουέν πίστευε πως η γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά ήταν πολύ αποτελεσματική Τηρήτρια από τότε που έμαθε πως δεν ήταν Άμερλιν, αλλά μέρα τη μέρα η Σέριαμ γινόταν όλο και πιο φίλεργη στα καθήκοντά της. Η Τσέσα ακολουθούσε με την κοντοπίθαρη φοράδα της, σε περίπτωση που η Άμερλιν επιθυμούσε κάτι κι, αντίθετα με αυτήν, όλο και κάτι μουρμούριζε για τη Μέρι και τη Σέλαμι που το είχαν σκάσει, τέτοιες αγνώμονες κι αχρείες που ήταν, αφήνοντάς τη να βγάλει δουλειά για τρεις. Κινούνταν με αργό ρυθμό κι η Εγκουέν πρόσεχε να μη ρίχνει ματιές προς τη φάλαγγα.

Είχε περάσει ένας μήνας στρατολόγησης, ένας μήνας όπου το βιβλίο των μαθητευομένων ήταν ανοικτό για οποιαδήποτε, κι η ανταπόκριση ήταν μεγάλη, ένας χείμαρρος γυναικών που ανυπομονούσαν να γίνουν Άες Σεντάι. Ήταν γυναίκες κάθε ηλικίας, μερικές εκ των οποίων κατέφθαναν από μίλια μακριά. Ο αριθμός των μαθητευομένων στη φάλαγγα ήταν αυτή τη στιγμή διπλάσιος από πριν. Σχεδόν χίλιες! Οι περισσότερες, βέβαια, δεν θα φορούσαν ποτέ το επώμιο, ωστόσο επρόκειτο για εντυπωσιακό νούμερο. Κάποιες από δαύτες μπορεί να προκαλούσαν μικροπροβλήματα, ενώ μια γιαγιά ονόματι Σαρίνα, με δυναμικό μεγαλύτερο ακόμα κι από της Νυνάβε, ξάφνιαζε τους πάντες. Ωστόσο, δεν ήταν το θέαμα της μάνας με την κόρη που λογόφερναν επειδή η κόρη θα γινόταν κάποια μέρα κατά πολύ δυνατότερη, ούτε το θέαμα δύο αριστοκρατισσών που είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι έκαναν λανθασμένη επιλογή ζητώντας να περάσουν τη δοκιμασία, ούτε καν οι ανησυχητικές και κοφτές ματιές της Σαρίνα. Η γκριζομάλλα γυναίκα υπάκουε σε κάθε κανόνα κι έδειχνε πάντα την ανάλογη εκτίμηση, ωστόσο διοικούσε την τεράστια οικογένειά της με τη επιβλητική ισχύ της παρουσίας της, κι υπήρχαν μερικές αδελφές που την απέφευγαν και την κοιτούσαν με μισό μάτι. Αυτό που δεν ήθελε να δει η Εγκουέν ήταν οι νεαρές γυναίκες που είχαν προσχωρήσει πριν από δυο μέρες. Οι δύο αδελφές που τις έφεραν ξαφνιάστηκαν και με το παραπάνω όταν ανακάλυψαν ότι η Εγκουέν είχε γίνει Άμερλιν, οι κηδεμόνες τους όμως δεν το πίστευαν, ούτε καν η ίδια η Εγκουέν αλ’Βέρ, η θυγατέρα του Δημάρχου από το Πεδίο του Έμοντ. Δεν επιθυμούσε να διατάξει να τιμωρηθεί κάποιος άσχετος, κάτι που θα ήταν αναγκασμένη να κάνει αν έβλεπε κάποιον άλλον να της βγάζει τη γλώσσα.