Ο Γκάρεθ Μπράυν είχε διευθετήσει κι αυτός τον στρατό του σε μορφή πλατιάς φάλαγγας, με το ιππικό και τους πεζούς να απλώνονται σε σειρές που χάνονταν ανάμεσα στα δέντρα. Ο ωχρός ήλιος έπεφτε πάνω στους θώρακες, στις περικεφαλαίες και στις άκρες των δοράτων, ενώ οι οπλές των αλόγων χτυπούσαν ανυπόμονα πάνω στο χιόνι.
Ο Μπράυν τσίγκλησε το ρωμαλέο του, καστανοκόκκινο άλογο για να τη συναντήσει πριν αυτή φτάσει στις Καθήμενες που περίμεναν καβάλα πάνω στα άλογά τους, σε ένα μεγάλο ξέφωτο μπροστά κι από τις δύο φάλαγγες. Της χαμογέλασε μέσα από τα διαχωριστικά της προσωπίδας, στην περικεφαλαία του, ένα χαμόγελο καθησυχαστικό, όπως το ερμήνευσε η ίδια. «Όμορφο πρωινό, Μητέρα», της είπε. «Εδώ».
Αυτή συγκατένευσε κι ο άντρας πήγε λίγο πιο πίσω, πλάι στη Σιουάν, η οποία δεν άρχισε να τον φτύνει αμέσως. Η Εγκουέν δεν ήταν σίγουρη τι είδους διακανονισμούς είχε κάνει η γυναίκα με αυτόν τον άνθρωπο, αλλά σπάνια γκρίνιαζε πια όταν η Εγκουέν βρισκόταν σε απόσταση ακοής, και ποτέ όταν ήταν ο ίδιος παρών. Η Εγκουέν, πάντως, ήταν ευχαριστημένη που ο άντρας βρισκόταν μαζί τους. Η Έδρα της Άμερλιν δεν έπρεπε να δείχνει ότι είχε ανάγκη της επιβεβαίωσης ενός στρατηγού, αλλά σήμερα το πρωί το είχε μεγάλη ανάγκη.
Οι Καθήμενες είχαν παρατάξει σε σειρά τα άλογά τους στην περίμετρο των δέντρων και δεκατρείς ακόμα έφιππες αδελφές βρίσκονταν λίγο πιο πέρα παρακολουθώντας προσεκτικά τις Καθήμενες. Η Ρομάντα κι η Λελαίν σπιρούνισαν τα άλογά τους με μια συγχρονισμένη κίνηση κι η Εγκουέν δεν συγκράτησε έναν αναστεναγμό καθώς ζύγωναν, με τους μανδύες να ανεμίζουν και τις οπλές των αλόγων να τινάζουν τριγύρω χιόνι, λες και επιτίθονταν. Η Αίθουσα την υπάκουε γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Βέβαια, σε θέματα που αφορούσαν στον πόλεμο εναντίον της Ελάιντα είχαν κάμποσες επιλογές αλλά, μα το Φως, ήταν ικανές να λογομαχήσουν για το αν κάτι είχε σχέση ή όχι με τον πόλεμο. Κι όταν κάτι δεν είχε σχέση, ήταν πολύ εύκολο να το παραμερίσουν! Με μοναδική εξαίρεση τη Σαρίνα, θα μπορούσαν κάλλιστα να βρουν τρόπο να θέσουν τέλος στην αποδοχή γυναικών κάθε ηλικίας. Ακόμα κι η Ρομάντα είχε εντυπωσιαστεί από τη Σαρίνα.
Το ζευγάρι κάλπασε μπροστά της, αλλά πριν ακόμα προλάβουν να ανοίξουν τα στόματά τους, αυτή μίλησε. «Ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με αυτό, κόρες, κι ας μη χάνουμε χρόνο με επιπόλαιες συζητήσεις. Αρχίστε». Η Ρομάντα ρουθούνισε ελαφρά κι η Λελαίν έμοιαζε να θέλει να κάνει το ίδιο.
Έστρεψαν τα άλογά τους ταυτόχρονα κι αγριοκοίταξαν για μια στιγμή η μία την άλλη. Τα γεγονότα του τελευταίου μήνα είχαν μεγεθύνει την αμοιβαία αντιπάθεια. Η Λελαίν τίναξε θυμωμένη το κεφάλι της, σαν σε παραδοχή, κι η Ρομάντα χαμογέλασε, μια αχνή καμπύλωση των χειλιών της. Η Εγκουέν χαμογέλασε κι αυτή. Αυτό το αμοιβαίο μίσος εξακολουθούσε να είναι το μεγαλύτερο όπλο της στην Αίθουσα.
«Η Έδρα της Άμερλιν σας προστάζει να ξεκινήσετε», ανακοίνωσε η Ρομάντα ανασηκώνοντας μεγαλόπρεπα το ένα της χέρι.
Το φως του σαϊντάρ ξεπήδησε γύρω κι από τις δεκατρείς αδελφές που βρίσκονταν κοντά στις Καθήμενες, και μια παχιά ασημιά χαρακιά εμφανίστηκε στο μέσον του ξέφωτου κι άρχισε να περιστρέφεται μέχρι που έγινε μια πύλη δέκα πόδια ψηλή κι εκατό πλατιά. Το χιόνι στροβιλίστηκε από την άλλη πλευρά. Δυνατές προσταγές υψώθηκαν ανάμεσα στους στρατιώτες κι οι πρώτοι θωρακισμένοι καβαλάρηδες πέρασαν από μέσα. Το στροβιλιζόμενο χιόνι πέρα από την πύλη ήταν πολύ πυκνό για να διακρίνει κανείς μακριά, ωστόσο η Εγκουέν φαντάστηκε πως διέκρινε τα Λαμπερά Τείχη της Ταρ Βάλον και τον ίδιο τον Λευκό Πύργο.
«Άρχισε, Μητέρα», είπε η Σέριαμ κι, από τον ήχο της φωνής της, έμοιαζε κάπως έκπληκτη.