Выбрать главу

Κορίν: Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «Ο Γυρισμός». Η ονομασία δόθηκε από τους Σωντσάν τόσο στον στόλο των χιλιάδων πλοίων, όσο και στους εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες, τεχνίτες και διάφορους άλλους που κουβαλούσαν αυτά τα πλοία κι οι οποίοι ακολούθησαν τους Πρόδρομους για να ανακτήσουν τη γη που έκλεψαν οι απόγονοι του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Δες επίσης Πρόδρομοι.

Κόρες της Σιωπής: Στη διάρκεια της ιστορίας του Λευκού Πύργου (περισσότερα από τρεις χιλιάδες χρόνια) υπήρξαν γυναίκες που απορρίφθηκαν, αλλά δεν αποδέχτηκαν τη μοίρα τους και προσπάθησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να σχηματίσουν ομάδες. Οι ομάδες αυτές —ή, τουλάχιστον, οι περισσότερες— διαλύθηκαν από τις δυνάμεις του Λευκού Πύργου, από τον οποίο τιμωρήθηκαν παραδειγματικά δημοσίως, έτσι ώστε η τιμωρία τους να αποτελέσει μάθημα για όλες. Η τελευταία από τις ομάδες που διαλύθηκαν αυτοαποκαλούνταν Οι Κόρες της Σιωπής (794-798 ΚΠ). Οι Κόρες αποτελούνταν από δύο Αποδεχθείσες που είχαν εκδιωχθεί από τον Πύργο κι από είκοσι τρεις άλλες γυναίκες που συγκέντρωσαν κι εκπαίδευσαν. Όλες τους στάλθηκαν πίσω, στην Ταρ Βάλον, όπου και τιμωρήθηκαν, ενώ οι είκοσι τρεις καταγράφτηκαν στο βιβλίο των μαθητευομένων. Μόνο μία κατάφερε να φορέσει το επώμιο. Δες επίσης Το Σόι.

Ντα’κοβάλε: (1) Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «αυτός που ανήκει σε κάποιον» ή «άτομο που αποτελεί ιδιοκτησία». (2) Μεταξύ των Σωντσάν και δηλώνοντας παράλληλα ιδιοκτησία, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά για τους σκλάβους. Η δουλεία έχει μακρά κι ασυνήθιστη ιστορία μεταξύ των Σωντσάν, καθότι οι σκλάβοι έχουν τη δυνατότητα να καταλάβουν σημαντικά πόστα, ακόμα και την εξουσία, κυβερνώντας ακόμα και τους ελεύθερους. Δες επίσης σο’τζίν.

Φρουροί του Θανάτου, Οι: Η στρατιωτική ελίτ της Αυτοκρατορίας των Σωντσάν, η οποία περιλαμβάνει τόσο ανθρώπους όσο κι Ογκιρανούς. Όσοι από τους Φρουρούς του Θανάτου είναι άνθρωποι είναι όλοι ντα’κοβάλε, ιδιοκτησία από τη γέννησή τους και διαλεγμένοι όσο ακόμα είναι νέοι για να υπηρετούν την Αυτοκράτειρα, στην οποία ανήκουν. Φανατικά αφοσιωμένοι κι εξαιρετικά περήφανοι, επιδεικνύουν συχνά το τατουάζ των κοράκων που έχουν χαράξει στους ώμους τους, χαρακτηριστικό σημάδι ενός ντα’κοβάλε που ανήκει στην Αυτοκράτειρα. Οι περικεφαλαίες κι οι θώρακές τους είναι βερνικωμένες με σκούρο πράσινο και πορφυρό χρώμα, οι ασπίδες τους είναι μαύρες, ενώ τα ακόντια και τα ξίφη τους φέρουν μαύρους θυσάνους. Δες επίσης ντα’κοβάλε.

Υπερασπιστές της Πέτρας, Οι: Η στρατιωτική ελίτ του Δακρύου. Ο τωρινός Αξιωματικός της Πέτρας (διοικητής των Υπερασπιστών) είναι ο Ρόντριβαρ Τίχερα. Μόνο οι Δακρυνοί είναι δεκτοί ως Υπερασπιστές κι οι αξιωματικοί είναι συνήθως ευγενούς καταγωγής, αν και συχνά κατάγονται από ελάσσονες Οίκους ή από ελάσσονα παρακλάδια ισχυρών Οίκων. Έργο των Υπερασπιστών είναι να κρατήσουν το μεγάλο φρούριο που λέγεται Πέτρα του Δακρύου, στην πόλη του Δακρύου, να υπερασπιστούν την πόλη και να ενεργήσουν σαν αστυνομική δύναμη στη θέση των Φυλάκων της Πόλης ή οποιουδήποτε ανάλογου σώματος. Με μοναδική εξαίρεση την κήρυξη πολέμου, τα καθήκοντα τους σπάνια τους επιτρέπουν να απομακρυνθούν από την πόλη. Όπως κι όλοι οι άλλοι στρατιωτικοί σχηματισμοί, αποτελούν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο σχηματίζεται το στράτευμα. Η στολή των Υπερασπιστών αποτελείται από έναν σκούρο μανδύα με φουσκωτά μανίκια με μαύρες και χρυσές ρίγες και μαύρα μανικέτια, έναν γυαλιστερό θώρακα και μια περικεφαλαία και προστατευτική προσωπίδα από ατσάλινες μπάρες. Ο Αξιωματικός του Δακρύου φοράει τρία μικρά άσπρα φτερά στην περικεφαλαία, και στα μανικέτια του μανδύα του τρεις αλληλοπλεγμένες χρυσές κορδέλες πάνω σε μια λευκή ταινία. Οι αξιωματικοί φορούν δύο λευκά φτερά και μία χρυσή κορδέλα πάνω σε άσπρα μανικέτια, οι λοχαγοί ένα λευκό φτερό και μία μόνο μαύρη κορδέλα πάνω σε άσπρα μανικέτια κι οι υπολοχαγοί ένα κοντό, μαύρο φτερό κι απέριττα, άσπρα μανικέτια. Οι σημαιοφόροι έχουν χρυσαφιά μανικέτια στα πανωφόρια τους, ενώ τα μανικέτια των αντρών του ουλαμού έχουν σκούρες και χρυσές ρίγες.

Εντοπισμός: (1) Η ικανότητα να χρησιμοποιείς τη Μία Δύναμη για να κάνεις διάγνωση της φυσικής κατάστασης και της αρρώστιας. (2) Η ικανότητα να ανακαλύψεις αποθέματα μετάλλων κι ορυκτών με τη χρήση της Μίας Δύναμης. Πρόκειται περί ικανότητας χαμένης για τις Άες Σεντάι, εξ ου κι η ονομασία της σχετίστηκε με μία άλλη ικανότητα.

Ντερ’μοράτ: (1) Στην Παλιά Γλώσσα σημαίνει «αρχιχειριστής». (2) Ανάμεσα στους Σωντσάν, το πρόσφυμα χαρακτηρίζει έναν δεξιοτέχνη, πρεσβύτερο χειριστή κάποιας εξωτικής τέχνης, κάποιον που μπορεί να εκπαιδεύσει τους άλλους, όπως στο ντερ’μοράτ’ράκεν. Ένας ντερ’μοράτ μπορεί να έχει πολύ υψηλή κοινωνική θέση, την υψηλότερη απ’ όλους τους ντερ’σουλ’ντάμ, τους εκπαιδευτές των σουλ’ντάμ, οι οποίοι είναι εξίσου υψηλόβαθμοι με τους στρατιωτικούς. Δες επίσης μοράτ.