Выбрать главу

Και τότε η παρέλαση έφτασε στο τέλος της, κι η Ηλαίην ξαφνιάστηκε καθώς την προσπέρασε μια νεαρή Ανεμοσκόπος από τα μικρότερα καράβια, μια στρογγολομάγουλη κοπέλα ονόματι Ράινυν, με απέριττα γαλάζια μετάξια και μόλις μισή ντουζίνα στολίδια να κρέμονται από την αλυσίδα της μύτης της. Οι δύο μαθητευόμενες, η Τάλααν με το σχεδόν ασχημάτιστο κορμί, κι η Μετάρα με τα μεγάλα μάτια, ακολουθούσαν ξοπίσω της έχοντας μια βασανισμένη έκφραση στα πρόσωπά τους. Δεν είχαν κερδίσει ακόμα τον ρινικό κρίκο, πόσω μάλλον την αλυσίδα, και μονάχα ένα λεπτό χρυσό σκουλαρίκι στο αριστερό αυτί αντιστοιχούσε στα τρία του δεξιού. Η Ηλαίην ακολούθησε και τις τρεις με το βλέμμα, απλώς κοιτώντας τες. Ίσως, όμως, η ματιά της να έκρυβε κι ένα ευρύτερο ενδιαφέρον.

Οι Αθα’αν Μιέρε μαζεύτηκαν πάλι γύρω από τη Ρενάιλ, οι περισσότερες, όπως κι η ίδια, αγριοκοιτώντας πεινασμένα τις Άες Σεντάι και το Κύπελλο. Οι τρεις τελευταίες γυναίκες βρίσκονταν στην οπισθοφυλακή, ενώ οι μαθητευόμενες απέπνεαν έναν αέρα αβεβαιότητας για το αν είχαν δικαίωμα να είναι εκεί. Η Ράινυν σταύρωσε τα χέρια της μιμούμενη τη Ρενάιλ, αν και δεν διέφερε πολύ από τις άλλες δύο. Η Ανεμοσκόπος ενός ντάρτερ, του μικρότερου από τα πλωτά μέσα των Θαλασσινών, σπανίως έκανε παρέα με την Ανεμοσκόπο της φατρίας της Κυράς των Κυμάτων της, για να μην αναφέρουμε την Ανεμοσκόπο της Κυράς των Πλοίων. Η Ράινυν άνετα ανταγωνιζόταν τη Λελαίν ή τη Ρομάντα, κι η Μετάρα ήταν του ίδιου επιπέδου με την ίδια την Ηλαίην, ενώ η Τάλααν... Η Τάλααν, με την κόκκινη λινή μπλούζα της, τόσο πειθήνια και με βλέμμα που φάνταζε μονίμως χαμηλωμένο, πλησίαζε το επίπεδο της Νυνάβε. Αρκετά μάλιστα. Επιπλέον, η Ηλαίην γνώριζε πως δεν είχε φτάσει ακόμα στο ζενίθ της δύναμής της, όπως κι η Νυνάβε. Κατά πόσον τις προσέγγιζαν, άραγε, η Μετάρα κι η Τάλααν; Είχε συνηθίσει στην επίγνωση πως μονάχα η Νυνάβε κι οι Αποδιωγμένοι ήταν ισχυρότεροι από την ίδια. Κι η Εγκουέν, έστω, αλλά εκείνη είχε εξαναγκαστεί, και το δικό της δυνητικό —όπως και της Αβιέντα— ήταν εφάμιλλο της Εγκουέν. Αυτό κι αν λέγεται αυταρέσκεια, αναλογίστηκε θλιβερά. Η Λίνι θα έλεγε πως αυτό τής άξιζε να πάθει, αφού έπαιρνε τα πράγματα τοις μετρητοίς.

Γελώντας από μέσα της, η Ηλαίην στράφηκε να δει την Αβιέντα, αλλά ο Πλεχτός Κύκλος έμοιαζε ριζωμένος σε ένα σημείο μπροστά από την πύλη, νιώθοντας άβολα κάτω από τα ψυχρά βλέμματα της Κάρεαν και της Σάριθα. Μόνη εξαίρεση η Σουμέκο, η οποία δεν έκανε πίσω παρά τα προσηλωμένα βλέμματα των αδελφών. Η Κίρστιαν έμοιαζε έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα.

Καταπνίγοντας έναν αναστεναγμό, η Ηλαίην οδήγησε τις γυναίκες του Σογιού πιο πέρα από τους υπηρέτες των στάβλων που περίμεναν να φέρουν τα άλογα. Οι γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου προχωρούσαν σαν πρόβατα —η ίδια ήταν ο βοσκός, η Μέριλιλ με τις υπόλοιπες οι λύκοι— κι αν δεν κουβαλούσαν την Ισπάν, θα προχωρούσαν γρηγορότερα.

Η Φαμέλ, η μία από τις τέσσερις μόνο γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου δίχως την παραμικρή γκριζάδα ή ασπράδα στα μαλλιά της, κι η Ελντάσε, μια γυναίκα με αγριωπή ματιά —όποτε δεν κοιτούσε καμιά Άες Σεντάι— κρατούσαν την Ισπάν από τα μπράτσα. Έμοιαζαν αναποφάσιστες ως προς το αν έπρεπε να την κρατούν σταθερά για να μείνει όρθια, ή να τη στηρίζουν ελαφρά, με αποτέλεσμα η Μαύρη αδελφή να κινείται τρικλίζοντας, με τα γόνατά της να λυγίζουν όποτε οι γυναίκες χαλάρωναν τη λαβή τους μέχρι να την τραβήξουν επάνω προτού σωριαστεί τελείως.

«Συγχώρεσέ με, Άες Σεντάι», μουρμούριζε η Φαμέλ στην Ισπάν, με μια αχνή Ταραμπονέζικη προφορά. «Ω, πόσο λυπάμαι, Άες Σεντάι». Η Ελντάσε μόρφαζε και μούγκριζε ελαφρά κάθε φορά που η Ισπάν σκόνταφτε, λες κι αυτή η γυναίκα δεν είχε σκοτώσει ήδη δύο δικές τους και το Φως μόνο ήξερε πόσες ακόμα. Πολλή φασαρία για μια γυναίκα που επρόκειτο να πεθάνει. Και μόνο οι δολοφονίες στον Λευκό Πύργο στις οποίες είχε συνωμοτήσει η Ισπάν αρκούσαν ώστε να την καταδικάσουν στην εσχάτη των ποινών.

«Αφήστε την κάπου εκεί», τους είπε η Ηλαίην κι απομακρύνθηκε από την πύλη βαδίζοντας προς το ξέφωτο. Οι γυναίκες υπάκουσαν, χαμηλώνοντας τα κεφάλια τους σε υπόκλιση κι αφήνοντας σχεδόν την Ισπάν να πέσει, μουρμουρίζοντας συγγνώμες στην Ηλαίην και στην κουκουλοφόρο αιχμάλωτο. Η Ρεάνε κι οι υπόλοιπες πήγαν κοντά τους τρέχοντας, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές στις αδελφές γύρω από τη Μέριλιλ.

Σχεδόν αμέσως ξανάρχισε ο πόλεμος των άγριων βλεμμάτων, με τις Άες Σεντάι να ατενίζουν περιφρονητικά τις γυναίκες του Σογιού, τις γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου να κοιτάζουν θυμωμένες τις Ανεμοσκόπους, και τις Άθα’αν Μιέρε να ρίχνουν σκληρές ματιές στους πάντες. Η Ηλαίην κράτησε το στόμα της ερμητικά κλειστό. Δεν είχε σκοπό να τους βάλει τις φωνές. Η Νυνάβε, πάντως, είχε ανέκαθεν καλύτερα αποτελέσματα όταν ούρλιαζε. Ωστόσο, η Κόρη-Διάδοχος ήθελε να τους ενσταλάξει λίγη λογική, να τις ταρακουνήσει μέχρι να τους τρίξει τα δόντια. Φυσικά, δεν εξαιρούνταν κι η Νυνάβε, η οποία υποτίθεται πως έπρεπε να έχει οργανώσει τα πάντα στην εντέλεια αντί να χαζεύει τα δέντρα. Τι θα γινόταν, όμως, αν ο Ραντ κινδύνευε να πεθάνει, εκτός κι αν έβρισκε άμεσα τρόπο να τον σώσει;