«Είναι ώρα για τέτοια τώρα;» ρώτησε η Νυνάβε. Τραβήχτηκε βιαστικά από το μικρό βουναλάκι των τερ’ανγκριάλ, μορφάζοντας και σκουπίζοντας τα χέρια της στη φούστα της. «Εκείνο το ραβδί μου δίνει την αίσθηση του... πόνου», μουρμούρισε. Η γυναίκα με το σκληρό πρόσωπο, η οποία οδηγούσε τα υποζύγια, βλεφάρισε κοιτώντας τη ράβδο κι έκανε στην άκρη.
Η Ηλαίην έριξε μια ματιά στη ράβδο —οι περιστασιακές εντυπώσεις της Νυνάβε σχετικά με τα αντικείμενα που άγγιζε μπορεί να ήταν χρήσιμες μερικές φορές— αλλά η ίδια δεν σταμάτησε στιγμή να ξεδιαλέγει. Τελευταία, είχε υπάρξει πολύς πόνος ολόγυρά της για να χρειάζεται κι άλλον. Όχι πως οτιδήποτε διαισθανόταν η Νυνάβε ήταν πάντα πρόδηλο. Η ράβδος θα μπορούσε κάλλιστα να μην έχει καμιά σχέση με την εκδήλωση του πόνου. Το καλάθι είχε σχεδόν αδειάσει· κάποια πράγματα που κρέμονταν από την άλλη μεριά του αλόγου θα έπρεπε να μετακινηθούν για να κατανεμηθεί το βάρος. «Αν κάπου εδώ μέσα υπάρχει ένα ανγκριάλ, Νυνάβε, θα ήθελα να το ανακαλύψω προτού η Μογκέντιεν μας κάνει κάποια δυσάρεστη έκπληξη».
Η Νυνάβε μούγκρισε ξινά, αλλά έριξε μια ματιά στο ψάθινο καλάθι.
Ρίχνοντας μέσα ένα ακόμα πόδι τραπεζιού —τρία μέχρι τώρα, εκ των οποίων κανένα πανομοιότυπο με τα άλλα— η Ηλαίην έστρεψε το βλέμμα της προς το ξέφωτο. Όλα τα υποζύγια είχαν περάσει την πύλη και τώρα έρχονταν οι ιππείς, γεμίζοντας τον άδειο χώρο ανάμεσα στα δέντρα με φωνασκίες και φασαρία. Η Μέριλιλ κι οι υπόλοιπες Άες Σεντάι ήταν ήδη έφιππες, κρύβοντας ελάχιστα την ανυπομονησία τους να φύγουν, ενώ η Πολ κουβαλούσε γεμάτη νεύρα τις αποσκευές της κυράς της. Ωστόσο, οι Ανεμοσκόποι...
Μπορεί να ήταν γεμάτες χάρη στα πλοία τους κι όταν προχωρούσαν πεζή, αλλά σίγουρα δεν είχαν συνηθίσει στα άλογα. Η Ρενάιλ προσπαθούσε να καβαλικέψει από τη λάθος μεριά, κι η αξιαγάπητη, καστανοκόκκινη φοράδα που της είχαν διαλέξει χόρευε σε μικρούς κύκλους γύρω από τον άντρα με τη λιβρέα, ο οποίος είχε πιάσει με το ένα χέρι τα γκέμια και με το άλλο τραβούσε απεγνωσμένα τα μαλλιά του, προσπαθώντας μάταια να διορθώσει την Ανεμοσκόπο. Δύο από τις γυναίκες των στάβλων πάσχιζαν να ανεβάσουν στη σέλα την Ντορίλε, η οποία υπηρετούσε την Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σόμαριν, ενώ μια τρίτη, κρατώντας το κεφάλι του γκριζωπού ζώου, σφιγγόταν για να μη σκάσει στα γέλια. Η Ράινυν είχε ανέβει στη ράχη ενός μακροκάνικου καφετιού ευνουχισμένου ζώου, αλλά ούτε τα πόδια της ακουμπούσε στους αναβολείς ούτε κρατούσε με τα χέρια της τα γκέμια, και μάλιστα φαινόταν να έχει πρόβλημα να τα βρει. Κι αυτές οι τρεις δεν ήταν οι δυσκολότερες περιπτώσεις. Τα άλογα χλιμίντριζαν, αναπηδούσαν και γύριζαν τα μάτια τους προς τα επάνω, ενώ οι Ανεμοσκόποι έβριζαν τόσο δυνατά, που οι φωνές τους θα μπορούσαν κάλλιστα να ακουστούν μέσα σε θύελλα. Μια από δαύτες χτύπησε με τη γροθιά της έναν υπηρέτη, ενώ άλλοι τρεις από τους σταβλίτες προσπαθούσαν να πιάσουν μερικά άλογα που είχαν ξεφύγει.
Είδε, φυσικά, κι αυτό που περίμενε να δει, ακόμα κι αν η Νυνάβε δεν συνέχιζε την προσωπική της παρακολούθηση. Ο Λαν στεκόταν πλάι στο μαύρο πολεμικό του άτι, τον Μαντάρμπ, με το βλέμμα του να στρέφεται πότε στις δεντροστοιχίες, πότε στην πύλη και πότε στη Νυνάβε. Η Μπιργκίτε φάνηκε να βγαίνει από το δάσος κουνώντας το κεφάλι της κι, ένα λεπτό αργότερα, ο Σίεριλ βγήκε γοργά μέσα από τα δέντρα, αν και δεν έδινε την αίσθηση πως βιαζόταν. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω που να τους απειλεί ή να τους εμποδίζει.
Η Νυνάβε την παρακολουθούσε με τα φρύδια υψωμένα.
«Δεν είπα τίποτα», είπε η Ηλαίην. Η παλάμη της σφίχτηκε γύρω από κάτι μικρό, τυλιγμένο σε σαπισμένο ύφασμα που κάποτε θα πρέπει να ήταν άσπρο. Ή καφετί. Κατάλαβε αμέσως τι περιείχε.
«Τόσο το καλύτερο για σένα», μούγκρισε η Νυνάβε, όχι και τόσο μέσα από τα δόντια της. «Δεν τα πηγαίνω καλά με γυναίκες που χώνουν τις μύτες τους στις υποθέσεις των άλλων». Η Ηλαίην δεν το σχολίασε, αν και την ξάφνιασε κάπως. Αισθάνθηκε περήφανη που δεν χρειάστηκε να δαγκώσει τη γλώσσα της.