Μόλις ξετύλιξε το αποσυντεθειμένο πανί, αποκαλύφθηκε μια μικρή κεχριμπαρένια πόρπη σε σχήμα χελώνας. Εν πάση περιπτώσει, έμοιαζε κεχριμπαρένια ή ήταν κάποτε, αλλά όταν η Ηλαίην ανοίχτηκε στην Πηγή μέσω αυτής, το σαϊντάρ την κατέκλυσε σαν χείμαρρος σε σύγκριση με την ποσότητα που μπορούσε να αντλήσει η ίδια με ασφάλεια. Δεν επρόκειτο για πολύ ισχυρό ανγκριάλ, αλλά σίγουρα ήταν καλύτερο από το τίποτα. Με τη βοήθειά του, θα είχε τη δυνατότητα να χαλιναγωγήσει διπλάσια ποσότητα Δύναμης, όπως η Νυνάβε, αλλά κι η φίλη της θα τα κατάφερνε πολύ καλύτερα. Ελευθερώνοντας την περίσσεια ροή του σαϊντάρ, γλίστρησε με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης την πόρπη στο πουγκί που είχε περασμένο στη ζώνη της, και συνέχισε την έρευνά της. Αφού βρήκε ένα, ίσως υπήρχαν κι άλλα. Και τώρα που είχε ένα στην κατοχή της για να το μελετήσει, ίσως έβρισκε τον τρόπο να κατασκευάσει ανγκριάλ. Αυτό ήταν κάτι που αποτελούσε διακαή της πόθο. Μόλις που συγκρατιόταν για να μην ξαναβγάλει την πόρπη κι αρχίσει να την εξετάζει μπροστά σε όλους.
Η Βαντέν κοιτούσε εδώ και ώρα τόσο τη Νυνάβε, όσο και την ίδια, και τώρα σπιρούνισε το ψηλόλιγνο ευνουχισμένο της ζώο προς το μέρος τους και ξεπέζεψε. Η επικεφαλής ιπποκόμος των υποζυγίων τής απηύθυνε μια ευγενική —μολονότι κάπως αδέξια— υπόκλιση, η οποία ήταν βαθύτερη από την αντίστοιχη προς την Ηλαίην ή τη Νυνάβε. «Είσαι προσεκτική», είπε η Βαντέν στην Ηλαίην, «κι αυτό είναι πολύ καλό. Ίσως, όμως, θα ήταν καλύτερο να αφήσεις στην ησυχία τους αυτά τα αντικείμενα μέχρι να τα πάμε στον Πύργο».
Η Ηλαίην έσφιξε τα χείλη της. Στον Πύργο; Μέχρι να τα εξέταζε κάποια άλλη, αυτό προφανώς εννοούσε η Άες Σεντάι. Κάποια γηραιότερη και μάλλον πιο έμπειρη. «Ξέρω πολύ καλά τι κάνω, Βαντέν. Σε τελική ανάλυση, έχω κατασκευάσει τερ’ανγκριάλ. Κανείς άλλος εν ζωή δεν το έχει καταφέρει αυτό». Είχε μάθει σε κάποιες αδελφές τις βασικές αρχές, αλλά καμιά τους δεν κατάφερε να το κάνει μέχρι και τη στιγμή που η ίδια έφυγε για το Έμπου Νταρ.
Η γηραιότερη Πράσινη ένευσε καταφατικά, τινάζοντας τεμπέλικα τα χαλινάρια πάνω στη γαντοφορούσα παλάμη της. «Κι η Μάρτιν Ζανάτα ήξερε τι έκανε, όπως καταλαβαίνω», είπε αδιάφορα. «Ήταν η τελευταία αδελφή που πραγματικά ασχολήθηκε τόσο εντατικά με τη μελέτη των τερ’ανγκριάλ. Το έκανε για περισσότερα από σαράντα χρόνια, από τη στιγμή σχεδόν που έγινε κάτοχος του επωμίου. Απ’ όσο γνωρίζω, κι εκείνη ήταν ιδιαίτερα προσεκτική. Κάποια μέρα, όμως, η υπηρέτρια της Μάρτιν βρήκε την κυρά της αναίσθητη στο πάτωμα του καθιστικού. Τελείως εξαντλημένη». Ακόμα και με αυτόν τον διαλογικό τόνο, οι συγκεκριμένες λέξεις ήχησαν σαν χαστούκι. Η φωνή της Βαντέν, ωστόσο, δεν άλλαξε στο ελάχιστο. «Ο Πρόμαχός της πέθανε από το σοκ, κάτι όχι ασυνήθιστο σε παρόμοιες περιπτώσεις. Όταν η Μάρτιν συνήλθε, τρεις μέρες αργότερα, ήταν αδύνατον να ανακαλέσει στη μνήμη της με τι ακριβώς είχε καταπιαστεί. Δεν θυμόταν καν τι είχε συμβεί την προηγούμενη βδομάδα. Αυτά έγιναν πριν από είκοσι πέντε χρόνια κι, από τότε, κανείς δεν είχε τα κότσια να αγγίξει κάποιο από τα τερ’ανγκριάλ που βρίσκονταν στα διαμερίσματά της. Οι σημειώσεις της ανέφεραν τα πάντα, κι οτιδήποτε είχε ανακαλύψει ήταν ακίνδυνο, αθώο, ακόμα κι ασήμαντο, αλλά...» Η Βαντέν ανασήκωσε τους ώμους της. «Ανακάλυψε κάτι απρόσμενο».
Η Ηλαίην έριξε μια ματιά στην Μπιργκίτε κι η γυναίκα τής την ανταπέδωσε. Δεν ήταν καν ανάγκη να αντικρίσει την ανήσυχη συνοφρύωση που σκίαζε το πρόσωπο της Προμάχου της· καθρεφτιζόταν στο μυαλό της, στο μικροσκοπικό κομμάτι του νου της που ήταν η Μπιργκίτε, και στα υπόλοιπα. Η Μπιργκίτε ένιωσε την ανησυχία της κι εκείνη αισθάνθηκε της Μπιργκίτε. Μερικές φορές ήταν δύσκολο να ξεδιαλύνεις σε ποιαν ανήκε το συναίσθημα. Διακινδύνευε κάτι παραπάνω από τον ίδιο τον εαυτό της. Όμως, ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον παρόντα. Ακόμα κι αν δεν εμφανιζόταν κανείς από τους Αποδιωγμένους, χρειάζονταν όλα τα ανγκριάλ που μπορούσε να ανακαλύψει.
«Τι συνέβη στη Μάρτιν;» ρώτησε ήσυχα η Νυνάβε. «Ύστερα απ’ όλα αυτά, εννοώ». Ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που δεν επιθυμούσε να Θεραπεύσει κάποιον που έχει πληγωθεί· ήθελε να Θεραπεύει τους πάντες και τα πάντα.
Η Βαντέν μόρφασε. Μπορεί η ίδια να είχε ανακινήσει το θέμα της Μάρτιν, αλλά οι Άες Σεντάι δεν αρέσκονταν να μιλούν για γυναίκες που είχαν εξαντληθεί τελείως ή που είχαν σιγανευθεί. Δεν τους άρεσε ούτε καν να τις θυμούνται. «Εξαφανίστηκε. Δραπέτευσε από τον Πύργο αμέσως μόλις έγινε καλά», αποκρίθηκε βιαστικά. «Αυτό που πρέπει να θυμάται κανείς είναι πως αυτή η γυναίκα ήταν πολύ επιφυλακτική. Δεν την γνώρισα ποτέ προσωπικά, αλλά μου έχουν αφηγηθεί ότι μεταχειριζόταν το κάθε τερ’ανγκριάλ σαν να μην είχε ιδέα πώς εκείνο θα αντιδρούσε την επόμενη στιγμή, ακόμα κι αυτό που φτιάχνει το ύφασμα για τους μανδύες των Προμάχων. Κανείς δεν κατάφερε ποτέ να το αναγκάσει να κάνει κάτι άλλο. Ήταν πολύ προσεκτική, ωστόσο δεν της βγήκε σε καλό».