Выбрать главу

Η Νυνάβε άπλωσε το χέρι της πάνω στο σχεδόν άδειο πανέρι. «Ίσως θα έπρεπε να είσαι κι εσύ», άρχισε να λέει.

«Όχιιιιι!» ούρλιαξε η Μέριλιλ.

Η Ηλαίην στράφηκε να κοιτάξει, αφήνοντας τον εαυτό της ενστικτωδώς εκτεθειμένο στο ανγκριάλ, χωρίς να έχει συναίσθηση πως το σαϊντάρ είχε πλημμυρίσει τη Νυνάβε και τη Βαντέν. Η λάμψη της Δύναμης ξεπήδησε γύρω από κάθε γυναίκα στο ξέφωτο που είχε την ικανότητα να αγκαλιάσει την Πηγή. Η Μέριλιλ είχε γείρει μπροστά πάνω στη σέλα της, με τα μάτια γουρλωμένα και με το ένα χέρι τεντωμένο προς τη μεριά της πύλης. Η Ηλαίην συνοφρυώθηκε. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί, εκτός από την Αβιέντα κι από τους τελευταίους τέσσερις Προμάχους, οι οποίοι ξαφνιάστηκαν κι επιβράδυναν τον βηματισμό τους, προσπαθώντας να ανιχνεύσουν την απειλή με τα σπαθιά μισοτραβηγμένα. Τότε αντιλήφθηκε τι ήταν αυτό που έκανε η Αβιέντα, και κόντεψε να χάσει το σαϊντάρ από την τρομάρα της.

Η πύλη τρεμούλιαζε, καθώς η Αβιέντα ξήλωνε με προσοχή την ύφανση από την οποία ήταν φτιαγμένη. Ριγούσε και λύγιζε, ενώ τα άκρα της παρέπαιαν. Οι τελευταίες ροές ελευθερώθηκαν κι, αντί να τρεμοσβήσει, το άνοιγμα λαμπύρισε κι η εικόνα της αυλής των στάβλων ξεθώριασε μέχρι που εξατμίστηκε σαν πούσι στο ηλιόφως.

«Αδύνατον!» είπε δύσπιστα η Ρενάιλ. Μουρμουρητά έκπληξης κι ομοφωνίας με τη δήλωση της ξεπήδησαν από το πλήθος των Ανεμοσκόπων. Οι γυναίκες του Σογιού απέμειναν να κοιτάζουν σαν χαζές την Αβιέντα ανοιγοκλείνοντας τα στόματά τους, χωρίς να βγαίνει ο παραμικρός ήχος.

Η Ηλαίην ένευσε ελαφρά, αν και δεν το ήθελε. Προφανώς, ήταν δυνατόν, αλλά ένα από τα πρώτα πράγματα που είχε διδαχτεί ως μαθητευόμενη ήταν, σε καμία περίπτωση κι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να μην επιχειρήσει αυτό που μόλις είχε κάνει η Αβιέντα. Το ξήλωμα μιας ύφανσης, οποιασδήποτε ύφανσης, αντί να αφεθεί να διαλυθεί από μόνη της, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να γίνει χωρίς αναπόφευκτη καταστροφή. Αναπόφευκτη.

«Ανόητο κορίτσι!» της φώναξε κοφτά η Βαντέν με πρόσωπο συννεφιασμένο. Βάδισε προς το μέρος της Αβιέντα, σέρνοντας πίσω της το ευνουχισμένο της ζώο. «Συνειδητοποιείς τι έκανες μόλις; Ένα στραβοπάτημα —ένα μόνο!— και ποιος ξέρει τι θα συμβεί με την ύφανση! Θα μπορούσες κάλλιστα να αφανίσεις τα πάντα σε ακτίνα εκατό βημάτων! Πεντακοσίων βημάτων! Τα πάντα! Θα μπορούσες, εσύ η ίδια, να εξαντληθείς τελείως και...»

«Ήταν απαραίτητο», τη διέκοψε η Αβιέντα. Ένα κύμα ακατάληπτης φλυαρίας ξέσπασε από τις έφιππες Άες Σεντάι που είχαν μαζευτεί γύρω από εκείνη και τη Βαντέν, αλλά η Αβιέντα τις κοίταξε αγριωπά κι ύψωσε τη φωνή της πάνω από τις δικές τους. «Γνωρίζω τους κινδύνους, Βαντέν Ναμέλ, αλλά ήταν απαραίτητο. Μήπως είναι κι αυτό κάτι που δεν μπορείτε να κάνετε εσείς, οι Άες Σεντάι; Οι Σοφές λένε πως οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί να μάθει, αν διδαχτεί σωστά, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο, αλλά δεν είναι αδύνατον για κάποια που είναι ικανή στο κέντημα». Ο τόνος της φωνής της δεν ήταν διόλου σαρκαστικός.

«Αυτό δεν είναι κέντημα, κοπέλα μου!» Η φωνή της Μέριλιλ έμοιαζε με ατόφιο πάγο. «Όποια, τρόπος του λέγειν, εκπαίδευση κι αν έλαβες από τον λαό σου, δεν είναι δυνατόν να ξέρεις με τι παίζεις! Θα μου υποσχεθείς —θα μου ορκιστείς, μάλλον! — πως δεν θα το ξανακάνεις!»

«Το όνομά της έπρεπε να έχει καταγραφεί στο βιβλίο των μαθητευομένων», είπε με σταθερή φωνή η Σάριθα, κοιτώντας με άγριο βλέμμα το Κύπελλο που εξακολουθούσε να κρατάει σφιχτά στο στήθος της. «Πάντα το έλεγα. Έπρεπε να μπει στο βιβλίο». Η Κάρεαν ένευσε καταφατικά και με αμείλικτο βλέμμα μετρούσε την Αβιέντα, λες κι επρόκειτο να της φτιάξει φόρεμα μαθητευόμενης.

«Ίσως να μην είναι αναγκαίο αυτήν τη στιγμή», είπε η Αντελέας στην Αβιέντα, γέρνοντας μπροστά πάνω στη σέλα της, «αλλά πρέπει να μας αφήσεις να σε καθοδηγήσουμε». Ο τόνος της Καφέ αδελφής ήταν πολύ ηπιότερος των υπολοίπων, ωστόσο τα λόγια της δεν λειτουργούσαν ως απλή υπόδειξη.

Ένα μήνα πριν περίπου, η Αβιέντα θα μαράζωνε από την έντονη αποδοκιμασία των Άες Σεντάι, αλλά τώρα πια δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η Ηλαίην άνοιξε βιαστικά δρόμο ανάμεσα από τα άλογα, προτού η φίλη της αποφασίσει να τραβήξει το μαχαίρι που ψηλάφιζε. Ή κάνει κάτι ακόμα χειρότερο. «Ίσως πρέπει κάποιος να αναρωτηθεί γιατί σκέφτηκε πως ήταν αναγκαίο», είπε τυλίγοντας το χέρι της γύρω από τους ώμους της Αβιέντα, τόσο για να σταθεροποιήσει τα χέρια στα πλευρά της, όσο και για παρηγοριά.