Выбрать главу

Το οργισμένο βλέμμα της Αβιέντα περιέλαβε τις υπόλοιπες αδελφές αλλά όχι την Ηλαίην. «Δεν αφήνει κανένα κατάλοιπο», απάντησε υπομονετικά. Άκρως υπομονετικά. «Τα κατάλοιπα μιας τόσο μεγάλης ύφανσης μπορούν να εντοπιστούν ακόμα και δύο μέρες αργότερα».

Η Μέριλιλ ρουθούνισε, παράγοντας έναν ήχο πολύ δυνατό, παράταιρο με αυτό το λεπτοκαμωμένο σώμα. «Πρόκειται για σπάνιο Ταλέντο, κορίτσι μου. Ούτε η Τέσλυν ούτε η Τζολίνε το διαθέτουν. Ή μήπως είναι κάτι που το μαθαίνετε όλες εσείς, οι αδέσποτες Αελίτισσες;»

«Ελάχιστες διαθέτουν αυτήν την ικανότητα», παραδέχτηκε ήρεμα η Αβιέντα. «Εγώ, πάντως, τη διαθέτω». Τα λόγια της είχαν ως αποτέλεσμα να την κοιτάξουν οι αδελφές, συμπεριλαμβανομένης της Ηλαίην, με έναν τρόπο διαφορετικό. Όντως, ήταν πολύ σπάνιο Ταλέντο. Η κοπέλα δεν φάνηκε να προσέχει τίποτα. «Θεωρείς πως κανείς από τους Σκιόψυχους δεν μπορεί να το καταφέρει;» συνέχισε. Οι σφιγμένοι ώμοι της κάτω από την παλάμη της Ηλαίην μαρτυρούσαν πως, τελικά, δεν ήταν και τόσο ψύχραιμη όσο προσποιούνταν. «Τόσο ανόητες είστε, ν’ αφήνετε ίχνη για να σας ακολουθήσουν οι εχθροί σας; Όποιος μπορεί να αντιληφθεί τα υπολείμματα της ύφανσης, έχει και τη δυνατότητα να φτιάξει μια πύλη στο ίδιο ακριβώς σημείο».

Φυσικά, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πολύ μεγάλη επιδεξιότητα, αλλά ο υπαινιγμός και μόνον ήταν αρκετός για να βλεφαρίσει αμήχανα η Μέριλιλ. Η Αντελέας άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά το έκλεισε πάλι, κι η Βαντέν συνοφρυώθηκε σκεφτική. Η Σάριθα έδειχνε απλά προβληματισμένη. Ποιος μπορούσε να πει με σιγουριά τι είδους Ταλέντα, τι ικανότητες, διέθεταν οι Αποδιωγμένοι;

Παραδόξως, όλη αυτή η αγριότητα της Αβιέντα φάνηκε να εξαντλείται. Χαμήλωσε τη ματιά της κι οι ώμοι της χαλάρωσαν. «Ίσως δεν έπρεπε να έχω πάρει το ρίσκο», μουρμούρισε. «Δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά όσο με κοιτούσε αυτός ο άντρας, κι όταν εξαφανίστηκε...» Αναθάρρησε κάπως αλλά όχι ιδιαίτερα. «Δεν νομίζω πως ένας άντρας μπορεί να αναγνωρίσει τις υφάνσεις μου», είπε στην Ηλαίην, «αλλά αν ήταν κάποιος από τους Σκιόψυχους ή ακόμα και το ίδιο το γκόλαμ... Οι Σκιόψυχοι γνωρίζουν περισσότερα από εμάς. Αν έκανα λάθος, το τοχ μου αυξάνει. Όμως δεν νομίζω πως κάνω λάθος. Δεν το νομίζω».

«Για ποιον άντρα μιλάς;» ρώτησε απαιτητικά η Νυνάβε. Το καπέλο της είχε στραβώσει, έτσι όπως προσπαθούσε να περάσει ανάμεσα από τα άλογα, κι αυτό, μαζί με τις βλοσυρές ματιές που έριχνε σε όλους ανεξαιρέτως, την έκαναν να μοιάζει έτοιμη για καβγά. Ίσως να ήταν. Το σταχτοκάστανο μουνούχι της Κάρεαν την ακούμπησε τυχαία με τον ώμο του κι η Νυνάβε το χτύπησε δυνατά στη μύτη.

«Για έναν υπηρέτη», αποκρίθηκε η Μέριλιλ περιφρονητικά. «Όποιες εντολές κι αν έδωσε η Τάυλιν, οι Αλταρανοί υπηρέτες ανέκαθεν έκαναν του κεφαλιού τους. Ίσως να ήταν ο γιος της· αυτό το αγόρι ανακατεύεται παντού».

Οι αδελφές τριγύρω της ένευσαν καταφατικά κι η Κάρεαν είπε: «Ένας Αποδιωγμένος δεν θα στεκόταν απλώς να βλέπει. Εσύ το είπες». Χτυπούσε απαλά τον λαιμό του αλόγου της και κοίταζε τη Νυνάβε με βλέμμα βλοσυρό, σαν να την κατηγορούσε — η Κάρεαν ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που έδειχναν τόσο μεγάλη στοργή στα άλογά τους, όσο άλλοι στα νήπια. Η Νυνάβε θεώρησε πως τα λόγια της απευθύνονταν στην ίδια.

«Ίσως ήταν ένας απλός υπηρέτης, ίσως ήταν ο Μπέσλαν. Ίσως». Το περιφρονητικό ρουθούνισμα της Νυνάβε έδειχνε πως δεν το πολυπίστευε. Ή ότι ήθελε να κάνει τις άλλες να πιστέψουν πως η ίδια δεν το πίστευε· δεν δίσταζε να σου πει κατάμουτρα πως είσαι εντελώς βλάκας, αλλά ας το έλεγε κάποιος άλλος, κι ήταν έτοιμη να σε υπερασπιστεί μέχρι να έκλεινε ο λαιμός της από τις φωνές. Φυσικά, έμοιαζε αναποφάσιστη για το αν συμπαθούσε την Αβιέντα, αλλά σαφέστατα δεν συμπαθούσε τη γηραιότερη Άες Σεντάι. Έσιαξε το καπέλο της κι άφησε το βλοσυρό της βλέμμα να πλανηθεί πάνω από την ομήγυρη. Ύστερα, ξανάρχισε να μιλάει. «Άσχετα αν ήταν ο Μπέσλαν ή κι ο ίδιος ο Σκοτεινός, δεν υπάρχει λόγος να καθόμαστε εδώ όλη μέρα. Πρέπει να ετοιμαστούμε να πάμε στο αγρόκτημα. Εμπρός, λοιπόν!» Χτύπησε απότομα τις παλάμες της μεταξύ τους, κάνοντας ακόμα και τη Βαντέν να αναπηδήσει.

Δεν είχαν απομείνει και πολλές προετοιμασίες όταν οι αδελφές απομάκρυναν τα άλογά τους. Ο Λαν κι οι υπόλοιποι Πρόμαχοι δεν είχαν χαλαρώσει καθόλου την επαγρύπνησή τους, κι ας συνειδητοποίησαν πως δεν παραμόνευε κίνδυνος. Κάποιοι από τους υπηρέτες είχαν επιστρέψει περνώντας μέσα από την πύλη πριν την ξεφορτωθεί η Αβιέντα, αλλά οι υπόλοιποι παρέμειναν μαζί με τις τρεις περίπου ντουζίνες υποζύγια, ρίχνοντας πού και πού ματιές προς το μέρος των Άες Σεντάι, αναλογιζόμενοι προφανώς τι θαυμαστό θα έκαναν τώρα. Οι Ανεμοσκόποι ήταν έφιππες στο σύνολό τους, αν και με κάπως αδέξιο τρόπο, και κρατούσαν τα γκέμια λες και περίμεναν ότι ανά πάσα στιγμή τα άλογα θα έβγαιναν εκτός πορείας ή ότι θα έβγαζαν φτερά και θα πετούσαν. Έφιππες ήταν κι οι γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου —αν και πιο χαριτωμένες— δίχως να δίνουν σημασία στις φούστες και στα μεσοφόρια που είχαν σηκωθεί πάνω από τα γόνατά τους, με την Ισπάν ακόμη καλυμμένη με την κουκούλα και δεμένη οριζόντια στη σέλα σαν σακί. Πιθανότατα, δεν μπορούσε να καθίσει με όρθια πλάτη στο άλογο, αλλά ακόμα και τα μάτια της Σουμέκο γούρλωναν όποτε έπεφταν επάνω της.