Αγριοκοιτάζοντας προς τη μεριά της, η Νυνάβε έμοιαζε έτοιμη να επιπλήξει τους πάντες, ώστε να κάνουν αυτά που είχαν ήδη ολοκληρώσει, αλλά μόλις ο Λαν τής έδωσε τα ηνία της στρουμπουλής καφετιάς φοράδας της, ηρέμησε. Είχε αρνηθεί πεισματικά την προσφορά εκ μέρους της Τάυλιν για ένα καλύτερο άλογο. Το χέρι της έτρεμε κάπως όταν άγγιξε το μπράτσο του Λαν, και το πρόσωπό της άλλαξε χρώματα καθώς κατέπνιγε τον θυμό που ήταν έτοιμη να εξαπολύσει. Όταν εκείνος της πρόσφερε την παλάμη του για να τη χρησιμοποιήσει σαν σκαλοπάτι, αυτή τον κοίταξε για μια στιγμή, σαν να μην καταλάβαινε τι σκόπευε να κάνει, κι ύστερα αναψοκοκκίνισε πάλι μόλις τη σήκωσε για να ανέβει στη σέλα. Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι της. Ήλπιζε πως δεν θα γινόταν ηλίθια όταν θα παντρευόταν. Αν παντρευόταν.
Η Μπιργκίτε έφερε την ασημόγκριζη φοράδα της και το καστανόχρωμο ζώο που ίππευε η Αβιέντα, αλλά έδειξε να αντιλαμβάνεται πως η Ηλαίην ήθελε να μιλήσει ιδιαιτέρως στην Αβιέντα. Ένευσε, λες κι η Ηλαίην τής το είχε πει, ανέβηκε με γρήγορες κινήσεις στη ράχη του ποντικόχρωμου αλόγου και κατευθύνθηκε στο μέρος που περίμεναν οι υπόλοιποι Πρόμαχοι. Τη χαιρέτησαν με νεύματα κι άρχισαν να συζητούν κάτι χαμηλόφωνα. Από τις ματιές που έριχναν προς το μέρος των αδελφών, κατάλαβε πως αυτό το «κάτι» είχε να κάνει με το πώς θα φρόντιζαν τις Άες Σεντάι, είτε εκείνες το ήθελαν είτε όχι. Συμπεριλαμβανομένης της ίδιας, παρατήρησε δύστροπα η Ηλαίην. Ωστόσο, τώρα δεν υπήρχε χρόνος για τέτοια. Η Αβιέντα άρχισε να ψηλαφίζει τα ηνία του αλόγου της, παρατηρώντας το ζωντανό σαν μαθητευόμενη που κοιτάζει μια κουζίνα γεμάτη λιγδιασμένα κιούπια. Το πιθανότερο ήταν πως η Αβιέντα δεν έβλεπε καμιά διαφορά μεταξύ του να καθαρίζει κιούπια και του να ιππεύει.
Εφαρμόζοντας στα χέρια της τα πράσινα γάντια ιππασίας, η Ηλαίην μετακίνησε προσεκτικά τη Λέαινα, έτσι ώστε να μην τις βλέπουν οι άλλοι, κι άγγιξε το μπράτσο της Αβιέντα. «Το να μιλήσεις στην Αντελέας ή στη Βαντέν ίσως αποδειχτεί χρήσιμο», είπε ευγενικά. Θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική στα λόγια της, όσο θα ήταν και στον χειρισμό ενός τερ’ανγκριάλ. «Είναι αρκετά μεγάλες και ξέρουν περισσότερα απ’ όσα φαντάζεσαι. Κάποιος λόγος πρέπει να υπάρχει που... είχες πρόβλημα... με το Ταξίδεμα». Έθεσε το ζήτημα όσο πιο μαλακά μπορούσε. Στην αρχή, η Αβιέντα είχε σχεδόν αποτύχει να κάνει την ύφανση να λειτουργήσει. Προσοχή. Η Αβιέντα ήταν πολύ σημαντικότερη απ’ οποιοδήποτε τερ’ανγκριάλ. «Ίσως να μπορούν να βοηθήσουν».
«Πώς είναι δυνατόν;» Η Αβιέντα κοίταξε άκαμπτα τη σέλα του ευνουχισμένου της ζώου. «Δεν μπορούν να Ταξιδέψουν. Πώς γίνεται να ξέρουν πώς να βοηθήσουν;» Ξαφνικά, καμπούριασε κι έστρεψε το κεφάλι της προς τη μεριά της Ηλαίην. Παραδόξως, τα συγκρατημένα δάκρυα λαμπύρισαν στα πράσινα μάτια της. «Δεν είναι αυτή η αλήθεια, Ηλαίην. Όχι όλη η αλήθεια. Δεν έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν, μα... Εσύ είσαι η κονταδελφή μου κι έχεις κάθε δικαίωμα να ξέρεις. Νομίζουν πως πανικοβλήθηκα μ’ έναν υπηρέτη. Αν ζητήσω βοήθεια, θα πρέπει να αποκαλυφθούν τα πάντα. Ότι Ταξίδεψα κάποτε για να ξεφύγω από έναν άντρα, έναν άντρα που ήλπιζα από τα βάθη της καρδιάς μου να με πιάσει. Για να ξεφύγω σαν κυνηγημένο κουνέλι. Για να ξεφύγω, ενώ επιθυμούσα να με βρει. Πώς είναι δυνατόν ν’ αφήσω να μάθουν τέτοια ντροπή; Ακόμα κι αν όντως μπορούσαν να βοηθήσουν, πώς θα το έκανα;»
Η Ηλαίην ευχήθηκε να μην ήξερε. Σχετικά με το θέμα της σύλληψης, τουλάχιστον. Σχετικά με το γεγονός πως ο Ραντ την είχε όντως συλλάβει. Αιχμαλωτίζοντας τις νιφάδες ζήλιας που ξαφνικά αιωρούνταν ολόγυρά της, τις απώθησε στο πίσω μέρος του μυαλού της. Όταν μια γυναίκα φέρεται χαζά, ψάξε να βρεις τον άντρα. Αυτό ήταν από τα αγαπημένα αποφθέγματα της Λίνι, ενώ συνήθιζε επίσης να λέει: Τα γατάκια σου κάνουν άνω κάτω την αυλή, κι οι άντρες τα μυαλά σου, αλλά και για τους δύο είναι εύκολο σαν παιχνίδι. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Κανείς δεν θα μάθει κάτι από μένα, Αβιέντα. Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ. Αν, φυσικά, κατορθώσω να βρω τρόπο». Όχι ότι υπήρχαν και πολλά που θα μπορούσε να κάνει. Η Αβιέντα ήταν εντυπωσιακά γρήγορη στην παρατήρηση του σχηματισμού των υφάνσεων, πολύ πιο γρήγορη από την ίδια.