Κάτι από τα λόγια του Μάντικ τράβηξε την προσοχή του. «Τον καιρό, είπες;» Οι σκιές των οβελίσκων του παλατιού μόλις που είχαν αρχίσει να μακραίνουν από τις βάσεις τους, αλλά ούτε ένα συννεφάκι δεν προστάτευε με την παρουσία του την πόλη που τσουρουφλιζόταν από τον καύσωνα.
«Μάλιστα, Μέγα Αφέντη. Λέγεται Κύπελλο των Ανέμων».
Το όνομα δεν του έλεγε τίποτα. Όμως... ένα τερ’ανγκριάλ για να ελέγχει τον καιρό... Στη δική του Εποχή, ο καιρός ρυθμιζόταν προσεκτικά με τη χρήση τερ’ανγκριάλ. Μία από τις εκπλήξεις αυτής της Εποχής —από τις ήσσονος σημασίας, όπως είχε φανεί— ήταν πως υπήρχαν άτομα ικανά να διαχειριστούν τον καιρό σε βαθμό που θα απαιτούσε τη χρήση ενός από εκείνα τα τερ’ανγκριάλ. Μια τέτοια συσκευή δεν θα μπορούσε να είναι αρκετή ώστε να επηρεάσει ένα μεγάλο μέρος μίας και μοναδικής ηπείρου. Μα τι σκάρωναν αυτές οι γυναίκες με τούτο το πράγμα; Τι; Μήπως χρησιμοποιούσαν κάποιον κύκλο;
Άδραξε χωρίς δεύτερη σκέψη την Αληθινή Δύναμη, και το σάα κυμάτισε σκοτεινό στο οπτικό του πεδίο. Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν πάνω στο κιγκλίδωμα από σφυρήλατο σίδερο, μπροστά από το παράθυρο· το μέταλλο έτριξε καθώς στρεβλωνόταν, όχι από τη λαβή του αλλά από τις σπείρες της Αληθινής Δύναμης, αντλημένης από τον ίδιο τον Μέγα Άρχοντα, που συστρέφονταν γύρω από το καφασωτό, λυγίζοντάς το όπως λύγιζε κι ο ίδιος τα δάχτυλά του γεμάτος οργή. Ο Μέγας Άρχων δεν θα χαιρόταν καθόλου. Πάλευε μέσα από τη φυλακή του να βάλει σε μια τάξη τις εποχές του κόσμου. Ανυπομονούσε να αγγίξει περισσότερο τον κόσμο, να διαλύσει το κενό που τον περιέκλειε, και σίγουρα δεν θα ήταν διόλου ευχαριστημένος. Μένος κατέκλυσε τον Μοριντίν, το αίμα σφυροκοπούσε στα μηνίγγια του. Ένα λεπτό πριν, δεν ενδιαφερόταν καν για το πού κατευθύνονταν αυτές οι γυναίκες, τώρα όμως... Κάπου μακριά από δω. Όσοι δραπετεύουν, πασχίζουν να πάνε όσο πιο μακριά γίνεται. Κάπου που να νιώθουν ασφαλείς. Δεν είχε νόημα να στείλει τον Μάντικ να κάνει ερωτήσεις, ούτε να φέρει με το ζόρι κάποιον εδώ· δεν ήταν τόσο ηλίθιοι ώστε να αφήσουν πίσω κάποιον που γνώριζε τον προορισμό τους. Σίγουρα δεν κατευθύνονταν στην Ταρ Βάλον. Μήπως πήγαιναν στον αλ’Θόρ; Ή σε εκείνο το τσούρμο των εξεγερμένων Άες Σεντάι; Και στα τρία μέρη είχε κατασκόπους, μερικοί εκ των οποίων δεν γνώριζαν καν πως τον υπηρετούσαν. Στο τέλος, όλοι ήταν προορισμένοι να τον υπηρετήσουν. Δεν θα επέτρεπε στην τυφλή τύχη να καταστρέψει τα σχέδιά του.
Ξαφνικά, άκουσε και κάτι άλλο πέρα από τους βροντερούς κτύπους της μανίας του. Κάτι σαν κόχλασμα. Έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα προς το μέρος του Μάντικ και τραβήχτηκε παράμερα από τη λιμνούλα που απλωνόταν στο δάπεδο. Φαίνεται πως, πάνω στον θυμό του, είχε αδράξει περισσότερη Αληθινή Δύναμη από αυτή που χρησιμοποίησε για το σφυρήλατο προπέτασμα. Ήταν εντυπωσιακό, πόσο αίμα μπορούσε να ξεχυθεί από ένα ανθρώπινο κορμί.
Χωρίς το παραμικρό ίχνος θλίψης, παράτησε πίσω του ό,τι είχε απομείνει από τον υπηρέτη του, αναλογιζόμενος πως, όταν θα έβρισκαν το πτώμα του Μάντικ, σίγουρα θα κατηγορούσαν τις Άες Σεντάι. Μια μικρή προσθήκη στο χάος που απλωνόταν στον κόσμο. Ανοίγοντας μια τρύπα στο υλικό του Σχήματος, Ταξίδεψε με τη βοήθεια της Αληθινής Δύναμης. Έπρεπε να βρει αυτές τις γυναίκες προτού χρησιμοποιούσαν το Κύπελλο των Ανέμων. Αν αποτύγχανε... Δεν του άρεσαν διόλου όσοι ανακατεύονταν με τα προσεκτικά καταστρωμένα σχέδιά του. Όσοι το έκαναν αυτό και κατόρθωναν να ζήσουν, θα το πλήρωναν αργά ή γρήγορα.
Το γκόλαμ προχώρησε επιφυλακτικά μέσα στο δωμάτιο, με τα ρουθούνια του να συσπώνται από τη μυρωδιά του ζεστού ακόμα αίματος. Ένιωθε το ζωηρό κάψιμο στο μάγουλο σαν ζωντανό κάρβουνο. Το γκόλαμ έμοιαζε με λιπόσαρκο άντρα, κάπως ψηλότερο από τον μέσο όρο της εποχής, ωστόσο δεν είχε συναντήσει τίποτα μέχρι τώρα που να μπορούσε να το βλάψει. Μέχρι που απάντησε αυτόν τον άντρα με το μενταγιόν. Κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως χαμόγελο ή γρύλισμα γύμνωσε τα δόντια του. Με βλέμμα γεμάτο περιέργεια έριξε μια ματιά γύρω στο δωμάτιο, αλλά δεν υπήρχε τίποτα πέρα από το τσακισμένο πτώμα στα πλακάκια του δαπέδου. Αυτό, και μια... αίσθηση... απροσδιόριστη. Όχι της Μίας Δύναμης, αλλά κάποιου πράγματος που του προκαλούσε... φαγούρα, αν και με διαφορετικό τρόπο. Η απλή περιέργεια είχε φέρει το γκόλαμ μέχρις εδώ. Μέρος του καφασωτού πάνω από το παράθυρο είχε σπάσει, με αποτέλεσμα να χάσκει η κατασκευή κι από τις δυο μεριές. Το γκόλαμ φάνηκε να θυμάται κάτι που του προκαλούσε την ίδια φαγούρα, αλλά οι μνήμες του ήταν αμυδρές κι ομιχλώδεις. Όπως φαίνεται, ο κόσμος είχε αλλάξει εν ριπή οφθαλμού. Είχε μετατραπεί σε έναν κόσμο πολέμων και σκοτωμών σε ευρεία κλίμακα, με όπλα που προκαλούσαν καταστροφές σε απόσταση μιλίων, χιλιάδων μιλίων, κι ύστερα έγινε... αυτό. Το γκόλαμ, όμως, δεν είχε αλλάξει. Εξακολουθούσε να είναι το πιο επικίνδυνο όπλο απ’ όλα.