«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», διαμαρτυρήθηκε σπιρουνίζοντας το άλογό της, για να πλησιάσει την Αβιέντα. Πρακτικά, υπέθετε ότι η Αβιέντα δεν θα είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να σπάσει στο ξύλο την Κούριν ή να τη δέσει ή κάτι παρόμοιο. Αν, βέβαια, οι υπόλοιπες Θαλασσινές παρέμεναν αμέτοχες. «Δεν είναι δυνατόν να ξεκινήσουμε πόλεμο εναντίον τους, όχι τουλάχιστον πριν χρησιμοποιήσουμε το Κύπελλο. Και σίγουρα όχι γι’ αυτό το θέμα», πρόσθεσε βιαστικά. «Σίγουρα όχι». Φυσικά και δεν επρόκειτο να ξεκινήσουν πόλεμο προτού ή αφότου χρησιμοποιούσαν το Κύπελλο. Και μάλιστα με αφορμή ότι οι Ανεμοσκόποι συμπεριφέρονταν όλο και περισσότερο λες κι είχαν το πάνω χέρι. Κι ούτε επειδή... Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Αν μου το είχε πει, δεν θα καταλάβαινα τι εννοούσες. Κατανοώ γιατί δεν μπορούσες να μιλήσεις ανοικτά, αλλά βλέπεις πώς έχει η κατάσταση, έτσι δεν είναι;»
Η Αβιέντα έριξε ένα αγριωπό βλέμμα μπροστά, στο κενό, παραμερίζοντας με μια αδιάφορη κίνηση τις μύγες από το πρόσωπό της. «Της είπα να μην παραλείψει ούτε λέξη», μούγκρισε. «Ούτε λέξη! Κι αν ο άντρας ήταν ένας από τους Σκιόψυχους; Κι αν κατάφερε να περάσει μαζί μας μέσα από την πύλη χωρίς να πάρουμε είδηση τίποτα; Κι αν...;» Έριξε ένα ξαφνικό κι αποκαρδιωμένο βλέμμα προς το μέρος της Ηλαίην. «Θα καταπιώ τον θυμό μου», είπε θλιμμένα, «μα ίσως το συκώτι μου να μην τον αντέξει».
Η Ηλαίην ήταν έτοιμη να της πει πως το να καταπιεί τον θυμό της ήταν το καταλληλότερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει, κι ας ξεσπούσε όσο ήθελε, αρκεί αυτό το μένος να μην είχε ως στόχο τις Άθα’αν Μιέρε —εκείνες εννοούσε όταν μιλούσε για θυμούς και συκώτια— αλλά πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα της, φάνηκε δίπλα της η Αντελέας με το περήφανο γκρίζο άλογό της. Η ασπρομάλλα αδελφή είχε βρει μια καινούργια σέλα στο Έμπου Νταρ, ένα ακαλαίσθητο φανταχτερό πράγμα, φτιαγμένο από ασήμι στο μπροστάρι και στο πίσω τμήμα. Για κάποιον λόγο, οι μύγες έμοιαζαν να την αποφεύγουν, αν κι απέπνεε ένα άρωμα δυνατό όσο αυτό των λουλουδιών.
«Συγγνώμη, μα άθελά μου άκουσα τα τελευταία σας λόγια». Η Αντελέας δεν έμοιαζε να απολογείται διόλου, κι η Ηλαίην αναρωτήθηκε πόσα είχε προλάβει να κρυφακούσει. Ένιωσε τα μάγουλά της να αναψοκοκκινίζουν. Κάποια πράγματα που είχε πει η Αβιέντα για τον Ραντ ήταν άμεσα κι ειλικρινέστατα, όπως και κάποια που είχε πει η ίδια. Άλλο να μιλάς κατ’ αυτόν τον τρόπο με τη στενότερη φίλη σου κι άλλο να υποπτεύεσαι πως κάποιος κρυφακούει. Κάτι παρόμοιο έμοιαζε να νιώθει κι η Αβιέντα· δεν αναψοκοκκίνισε, αλλά το ξινό βλέμμα που έριξε στην Καφέ αδελφή θα έκανε περήφανη τη Νυνάβε.
Η Αντελέας απλώς χαμογέλασε, μ’ ένα χαμόγελο θαμπό και χλιαρό σαν νερωμένη σούπα. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να αφήσεις τη φίλη σου να εκφραστεί ελεύθερα για τις Άθα’αν Μιέρε». Κοίταξε προς τη μεριά της Αβιέντα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της. «Με χαλαρότητα, βέβαια. Θα ήταν αρκετό να τους μεταδώσει τον φόβο του Φωτός. Δεν απέχουν και πολύ από αυτό, σε περίπτωση που δεν το έχεις προσέξει. Είναι πολύ πιο δύσπιστες απέναντι στις “βάρβαρες” Αελίτισσες —με το συμπάθιο, Αβιέντα— παρά απέναντι στις Άες Σεντάι. Το ίδιο θα σου πρότεινε κι η Μέριλιλ, αλλά τα αυτιά της καίνε ακόμα».
Η έκφραση στο πρόσωπο της Αβιέντα δεν αποκάλυπτε τίποτα, αλλά εκείνη τη στιγμή έμοιαζε εξίσου προβληματισμένη με την Ηλαίην, η οποία μετακινήθηκε πάνω στη σέλα της και κοίταξε πίσω της συνοφρυωμένη. Η Μέριλιλ προχωρούσε ιππαστί δίπλα-δίπλα με τη Βαντέν, την Κάρεαν και τη Σάριθα σε μικρή απόσταση, κι όλες τους κοιτούσαν με βλέμμα γεμάτο ζήλο οτιδήποτε άλλο εκτός από την Ηλαίην. Σε μεγαλύτερη απόσταση από τις αδελφές ακολουθούσαν οι Θαλασσινές —ακόμη σε σχηματισμό φάλαγγας— κι έπειτα ο Πλεχτός Κύκλος, ο οποίος ήταν προς το παρόν εκτός ορατότητας και προπορευόταν των υποζυγίων. Χάραζαν πορεία μέσα από το ξέφωτο των κουτσουρεμένων κιόνων. Πενήντα, ίσως κι εκατό, κοκκινοπράσινα πουλιά με μακριές ουρές πετούσαν πάνω από τα κεφάλια τους, γεμίζοντας τον αέρα με φλύαρες κραυγές.
«Γιατί;» ρώτησε απότομα η Ηλαίην. Φαινόταν ανόητο να ρίξει κι άλλο λάδι στη φωτιά που σιγόκαιγε κάτω από την επιφάνεια —μερικές φορές και πάνω από αυτήν— αλλά δεν είχε διακρίνει τίποτα βλακώδες στα λόγια της Αντελέας. Τα φρύδια της Καφέ αδελφής ανασηκώθηκαν γεμάτα έκπληξη. Ίσως ξαφνιάστηκε· η Αντελέας πίστευε συνήθως πως αυτό που μπορούσε να δει εκείνη, έπρεπε να το βλέπει κι ο καθένας. Ίσως.