«Γιατί; Για ν’ αποκατασταθεί κάπως η ισορροπία, να γιατί. Αν οι Άθα’αν Μιέρε αισθανθούν πως μας χρειάζονται για να τις προστατέψουμε από τους Αελίτες, αυτό θα μπορούσε να εξισορροπήσει την κατάσταση απέναντι σε...» Η Αντελέας έκανε μια ξαφνική παύση, απορροφημένη στο να σιάξει την γκριζόασπρη φούστα της. «...σε διάφορα άλλα πράγματα».
Το πρόσωπο της Ηλαίην σφίχτηκε. Άλλα πράγματα. Τη συμφωνία με τους Θαλασσινούς, αυτό εννοούσε η Αντελέας. «Μπορείς να πας μαζί με τις υπόλοιπες», της είπε ψυχρά.
Η Αντελέας δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν έκανε καμία προσπάθεια να διαφωνήσει. Απλώς υποκλίθηκε κι επιβράδυνε τον βηματισμό του αλόγου της για να τη φτάσουν οι άλλες. Το αμυδρό της χαμόγελο δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο. Οι γηραιότερες Άες Σεντάι δέχονταν το γεγονός πως η Νυνάβε κι η Ηλαίην ήταν υπεράνω των ιδίων και μιλούσαν έχοντας ως υποστήριξη την ίδια την εξουσία της Εγκουέν, αλλά η αλήθεια ήταν πως, κάτω από την επιφάνεια, ελάχιστα πράγματα άλλαζαν. Ίσως και τίποτα. Έδειχναν εξαιρετικό σεβασμό, υπάκουαν, ωστόσο...
Σε τελική ανάλυση όμως, η Ηλαίην ήταν ήδη Άες Σεντάι σε μια ηλικία που οι περισσότερες αρχάριες του Πύργου φορούσαν ακόμα το λευκό φόρεμα της μαθητευόμενης κι ελάχιστες είχαν φθάσει στο σημείο να γίνουν Αποδεχθείσες. Η ίδια μαζί με τη Νυνάβε είχαν αποδεχθεί τη συμφωνία, μια κίνηση που δεν παρέπεμπε τόσο σε σοφία κι οξυδέρκεια. Δεν ήταν μόνο ότι ο λαός των Θαλασσινών θα έπαιρνε το Κύπελλο, αλλά κι ότι είκοσι αδελφές θα πήγαιναν στους Αθα’αν Μιέρε, υποκείμενες στους νόμους τους, αναγκασμένες να διδάξουν στις Ανεμοσκόπους οτιδήποτε επιθυμούσαν να μάθουν, μη έχοντας τη δυνατότητα να φύγουν, παρά μόνο αν έρχονταν άλλες να τις αντικαταστήσουν. Οι Ανεμοσκόποι θα είχαν το ελεύθερο να εισέρχονται στον Πύργο ως επισκέπτριες, να μαθαίνουν ό,τι ήθελαν και να φεύγουν όποτε ήθελαν. Αυτά και μόνο θα πυροδοτούσαν την οργή της Αίθουσας, ίσως και της ίδιας της Εγκουέν, τα υπόλοιπα όμως... Καθεμία από τις γηραιότερες αδελφές πίστευε πως θα είχε βρει έναν άλλον, πλάγιο τρόπο για να κάνει τη συμφωνία. Ίσως και να ήταν αλήθεια. Η Ηλαίην δεν το πολυπίστευε, αλλά δεν ήταν και σίγουρη.
Δεν είπε τίποτα άλλο στην Αβιέντα, αλλά ύστερα από λίγο η άλλη γυναίκα μίλησε. «Αν μπορώ να σε τιμώ και να σε βοηθώ ταυτόχρονα, δεν με ενδιαφέρει καθόλου πώς το βλέπουν μερικές Άες Σεντάι». Φαίνεται πως ποτέ της δεν είχε συνειδητοποιήσει απόλυτα ότι κι η κονταδελφή της ήταν Άες Σεντάι.
Η Ηλαίην δίστασε κι έπειτα ένευσε. Κάτι έπρεπε να γίνει για να μετριαστεί η στάση των Θαλασσινών. Η Μέριλιλ με τις υπόλοιπες είχαν δείξει αξιόλογη ανοχή μέχρι τώρα, αλλά πόσο θα κρατούσε; Μόλις η Νυνάβε θα έστρεφε την προσοχή της στις Ανεμοσκόπους, θα μπορούσε να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή. Έπρεπε να διατηρηθεί μια όσο το δυνατόν ήρεμη κατάσταση για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, αλλά αν οι Άθα’αν Μιέρε εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως μπορούσαν να κοιτάζουν αφ’ υψηλού τις Άες Σεντάι, τότε θα υπήρχε πρόβλημα. Η ζωή ήταν πιο περίπλοκη απ’ ό,τι είχε φανταστεί όταν ζούσε στο Κάεμλυν, άσχετα από το πόσα μαθήματα είχε παρακολουθήσει ως Κόρη-Διάδοχος. Κι ακόμα πιο περίπλοκη από τότε που η ίδια εισήλθε στον Πύργο.
«Μην είσαι τόσο... κατηγορηματική», είπε μαλακά. «Και, σε παρακαλώ, δείξε κάποιο ενδιαφέρον. Στο κάτω-κάτω, αυτές είναι είκοσι κι εσύ μόνο μία. Δεν θα ήθελα να συμβεί κάτι προτού μπορέσω να σε βοηθήσω». Η Αβιέντα τής χάρισε έναν μορφασμό με μία καλή δόση αγριάδας, και τράβηξε τη σταχτοκάστανη φοράδα της παράμερα, στις άκρες των ογκόλιθων, για να περιμένει τις Άθα’αν Μιέρε.
Η Ηλαίην έριχνε ματιές πίσω ανά διαστήματα, αλλά το μόνο που έβλεπε μέσα από τα δέντρα ήταν την Αβιέντα έφιππη πλάι στην Κούριν, να μιλάει ήρεμα χωρίς καν να κοιτάζει τη Θαλασσινή. Σίγουρα δεν την αγριοκοίταζε, αν κι η Κούριν έμοιαζε να την παρακολουθεί με έκδηλη κατάπληξη. Όταν η Αβιέντα σπιρούνισε το άλογό της, για να προλάβει την Ηλαίην, τινάζοντας τα ηνία —ποτέ της δεν θα γινόταν αμαζόνα— η Κούριν προχώρησε μπροστά για να μιλήσει με τη Ρενάιλ, κι ύστερα από λίγο η Ρενάιλ είπε θυμωμένα στη Ράινυν να κατευθυνθεί στο μπροστινό μέρος της φάλαγγας.
Η νεότερη των Ανεμοσκόπων καθόταν πάνω στο άλογό της πιο αδέξια κι από την Αβιέντα, την οποία προφασιζόταν πως αγνοούσε, καθότι αυτή βρισκόταν από την άλλη μεριά της Ηλαίην, όπως ακριβώς αγνοούσε τις μικρές πράσινες μύγες που βούιζαν γύρω από το σκούρο της κεφάλι. «Η Ρενάιλ ντιν Κάλον Μπλε Άστρο», είπε ακατάδεκτα, «απαιτεί να επιπλήξεις την Αελίτισσα, Ηλαίην Άες Σεντάι». Η Αβιέντα τής χαμογέλασε δείχνοντας τα δόντια της, κι η Ράινυν μάλλον της έριξε μια φευγαλέα ματιά, γιατί τα μάγουλά της κοκκίνισαν κάτω από το στιλπνό στρώμα του ιδρώτα.