Выбрать главу

«Πες στη Ρενάιλ πως η Αβιέντα δεν είναι Άες Σεντάι», αποκρίθηκε η Ηλαίην. «Θα της ζητήσω να είναι προσεκτική» —δεν έλεγε ψέματα, το είχε κάνει στο παρελθόν και θα το έκανε ξανά— «αλλά δεν μπορώ να την αναγκάσω να κάνει κάτι». Κάπως παρορμητικά, πρόσθεσε: «Τους ξέρεις τώρα τους Αελίτες». Οι Θαλασσινοί είχαν εξαιρετικά περίεργες απόψεις για τον συγκεκριμένο λαό. Η Ράινυν εξακολουθούσε να κοιτάζει με τα μάτια γουρλωμένα τη χαμογελαστή Αβιέντα, με το πρόσωπό της να έχει πάρει ένα χρώμα σταχτί, κι έπειτα τράβηξε τα γκέμια του αλόγου και κάλπασε πίσω, προς τη Ρενάιλ, αναπηδώντας πάνω στη σέλα της.

Η Αβιέντα άφησε ένα γελάκι ικανοποίησης, αλλά η Ηλαίην αναρωτιόταν μήπως η όλη ιδέα ήταν λανθασμένη. Μολονότι τις χώριζαν περισσότερα από τριάντα βήματα, μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο της Ρενάιλ να διογκώνεται ακούγοντας την αναφορά της Ράινυν, ενώ οι υπόλοιπες άρχισαν να μουρμουρίζουν, βουίζοντας σαν μέλισσες. Δεν έμοιαζαν φοβισμένες αλλά θυμωμένες, κι οι άγριες ματιές που έριχναν στις Άες Σεντάι μπροστά τους γίνονταν ολοένα και πιο δυσοίωνες. Όχι για την Αβιέντα. Για τις αδελφές. Η Αντελέας ένευσε σκεφτική όταν το πρόσεξε, κι η Μέριλιλ με το ζόρι συγκράτησε ένα χαμόγελο. Αυτές, τουλάχιστον, ήταν ευχαριστημένες.

Αν αυτό αποτελούσε το μοναδικό περιστατικό κατά τη διάρκεια της πορείας, ελάχιστα θα επηρέαζε την απόλαυση στη θέα των λουλουδιών και των πουλιών, μα δεν ήταν καν το πρώτο. Δεν είχαν βγει καλά-καλά από το ξέφωτο, κι οι γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου άρχισαν να προσεγγίζουν την Ηλαίην μία-μία, όλες εκτός από την Κίρστιαν, που αναμφίβολα θα ερχόταν επίσης, αν δεν είχε λάβει εντολή να κρατάει θωρακισμένη την Ισπάν. Έρχονταν κοντά της μία-μία διστακτικά, χαμογελώντας τόσο άτολμα, ώστε η Ηλαίην ένιωσε την επιθυμία να τους πει να πάψουν να φέρονται σαν παιδάκια. Δεν είχαν ιδιαίτερες απαιτήσεις και δεν ήταν χαζές, για να ζητήσουν κάτι που ήδη τους το είχαν αρνηθεί, αλλά έβρισκαν άλλα «μονοπάτια».

«Σκέφτηκα», είπε η Ρεάνε ζωηρά, «πως θα θέλεις να ανακρίνεις άμεσα την Ισπάν Σεντάι. Ποιος ξέρει τι άλλο σκόπευε να κάνει στην πόλη εκτός του να βρει την αποθήκη;» Προσποιούνταν πως απλώς κουβέντιαζε, αλλά κατά διαστήματα έριχνε κρυφές ματιές στην Ηλαίην, ώστε να διακρίνει τι απήχηση είχαν τα λόγια της. «Είμαι σίγουρη πως, έτσι που προχωρούμε, θα μας πάρει πάνω από ώρα να φθάσουμε στο αγρόκτημα, ίσως και δύο, και δεν νομίζω πως θα ήθελες να χαραμίσεις δύο ολόκληρες ώρες. Τα βότανα που της έδωσε η Νυνάβε Σεντάι την έκαναν αρκετά ομιλητική, κι είμαι σίγουρη πως θα περίμενε να έρθουν αδελφές».

Το λαμπερό χαμόγελό της χάθηκε, όταν η Ηλαίην απάντησε πως η ανάκριση της Ισπάν μπορούσε να περιμένει. Μα το Φως, πώς ήταν δυνατόν να περιμένουν από κάποιον να κάνει ερωτήσεις σε κάποιον άλλον καταμεσής του δάσους, διασχίζοντας μονοπάτια που μετά βίας άξιζαν να λέγονται έτσι; Η Ρεάνε πήγε πίσω, στις υπόλοιπες γυναίκες του Σογιού, μουρμουρίζοντας μόνη της.

«Ζητώ συγχώρεση, Ηλαίην Σεντάι», μουρμούρισε η Χίλαρες λίγο αργότερα, με τα ίχνη της Μουραντιανής προφοράς έντονα στη φωνή της. Το πράσινο ψάθινο καπέλο ταίριαζε ακριβώς με μερικές από τις διαδοχικές στρώσεις των μεσοφοριών της. «Συγχώρεσέ με που παρεμβαίνω». Δεν φορούσε την πορφυρή ζώνη της Σοφής· οι περισσότερες του Πλεχτού Κύκλου δεν την φορούσαν. Η Φαμέλ ήταν χρυσοχόος, ενώ η Ελντάσε προμήθευε βερνίκια στους εμπόρους για εξαγωγή· η Χίλαρες πουλούσε χαλιά, ενώ η ίδια η Ρεάνε κανόνιζε τις θαλάσσιες μεταφορές για λογαριασμό των μικρεμπόρων. Κάποιες έκαναν απλούστερες δουλειές —η Κίρστιαν είχε ένα μικρό μαγαζάκι με υφάσματα, κι η Ντιμάνα ήταν ράφτρα, μολονότι ευκατάστατη— όμως από την άλλη, είχαν καταπιαστεί με διάφορες τέχνες στη διάρκεια της ζωής τους. Επίσης, είχαν χρησιμοποιήσει και κάμποσα ονόματα. «Η Ισπάν Σεντάι δεν φαίνεται να είναι πολύ καλά», είπε η Χίλαρες μετακινούμενη ανήσυχα πάνω στη σέλα. «Ίσως τα βότανα να την επηρεάζουν περισσότερο απ’ όσο νόμιζε η Νυνάβε Σεντάι. Θα ήταν τρομερό αν της συνέβαινε κάτι. Εννοώ, πριν προλάβουμε να την ανακρίνουμε. Μήπως θα μπορούσαν να τη φροντίσουν οι αδελφές; Ξέρεις, να τη Θεραπεύσουν...» Άρχισε να ανοιγοκλείνει νευρικά τα μεγάλα καστανά της μάτια δίχως να αποτελειώσει την πρόταση της. Θα μπορούσε να το κάνει, μια κι η Σουμέκο συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις συντρόφους της.

Μια γρήγορη ματιά προς τα πίσω τής αποκάλυψε πως η εύσωμη γυναίκα στεκόταν πάνω στους αναβολείς της για να βλέπει πέρα από τις Ανεμοσκόπους, μέχρι που πρόσεξε την Ηλαίην να την κοιτάζει και κάθισε βιαστικά πίσω. Η Σουμέκο, η οποία γνώριζε περισσότερα για τη Θεραπεία από κάθε άλλη αδελφή πλην της Νυνάβε. Ίσως περισσότερα από τη Νυνάβε. Η Ηλαίην απλά έδειξε την οπισθοφυλακή κι η Χίλαρες κοκκίνισε και σπιρούνισε το άλογό της για να απομακρυνθεί.