Выбрать главу

Η πρώτη εμφάνιση των αλόγων, καθώς έρχονταν από τον γερτό λόφο, δεν δημιούργησε την αναταραχή που περίμενε η Κόρη-Διάδοχος. Κάποιες γυναίκες απλώς στάθηκαν να κοιτάξουν, αλλά τίποτα περισσότερο. Τα ρούχα τους ποίκιλλαν σε μεγάλο βαθμό —η Ηλαίην παρατήρησε ακόμα κι ανταύγειες από μετάξι εδώ κι εκεί— αλλά μερικές κουβαλούσαν καλάθια κι άλλες κουβάδες ή μεγάλους λευκούς μπόγους με ρούχα για πλύσιμο. Μια κρατούσε από τα πόδια ένα ζευγάρι δεμένες πάπιες στο κάθε της χέρι. Η αριστοκράτισσα κι η τεχνίτρια, η αγρότισσα κι η ζητιάνα, όλες ήταν το ίδιο ευπρόσδεκτες εδώ, μόνο που καθεμία έπρεπε να συνεισφέρει με τη δική της εργασία κατά τη διάρκεια της παραμονής της. Η Αβιέντα άγγιξε το μπράτσο της Ηλαίην κι έδειξε προς την κορυφή ενός λόφου, ένα πράγμα σαν αναποδογυρισμένη χοάνη λαξεμένη στη μια μεριά. Η Ηλαίην έβαλε το χέρι στο γείσο του καπέλου της κι, ένα λεπτό αργότερα, πρόσεξε κινητικότητα. Δεν ήταν άξιον απορίας που καμία δεν έδειχνε έκπληξη. Οι σκοπιές εκεί πάνω θα εντόπιζαν οποιονδήποτε ερχόταν από πολύ μακριά.

Μια γυναίκα μετρίου αναστήματος έσπευσε να τις ανταμώσει λίγο πριν από τα κτήρια της αγροικίας. Το φόρεμά της ήταν Εμπουνταρινού στυλ, με βαθύ και στενό ντεκολτέ, αλλά η σκούρα φούστα και τα μεσοφόρια με τα ζωηρά χρώματα ήταν αρκετά κοντά, ώστε να μη χρειάζεται να τα σηκώνει για να μη σκονίζονται. Δεν είχε πάνω της γαμήλιο μαχαίρι· οι κανόνες του Σογιού απαγόρευαν τον γάμο. Τα μυστικά που έπρεπε να κρατήσει το Σόι ήταν πάρα πολλά.

«Από δω η Άλις», μουρμούρισε η Ρεάνε, μπαίνοντας με το άλογό της ανάμεσα στην Ηλαίην και στη Νυνάβε. «Διοικεί το αγρόκτημα αυτήν την περίοδο. Είναι πολύ έξυπνη». Ύστερα, σαν δεύτερη σκέψη, πρόσθεσε πιο σιγανά: «Δεν αντέχει καθόλου τους ανόητους». Καθώς η Άλις πλησίαζε, η Ρεάνε ανασηκώθηκε πάνω στη σέλα κουκουβίζοντας τους ώμους της, σαν να προετοιμαζόταν για κάποια δοκιμασία.

Το μέτριο ανάστημα της Άλις ταίριαζε ακριβώς με την εικόνα που είχε η Ηλαίην κατά νου γι’ αυτήν τη γυναίκα. Σίγουρα δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα έκοβαν τη φόρα στη Ρεάνε, ακόμα κι αν δεν κατείχε τον τίτλο της Πρεσβύτερης του Πλεχτού Κύκλου. Ήταν ευθυτενής και μάλλον μεσήλικη, ούτε ισχνή ούτε ρωμαλέα, ούτε ψηλή ούτε κοντή. Μια ελαφρά γκριζάδα πιτσίλιζε τα σκούρα καστανά μαλλιά της, που ήταν δεμένα πίσω με ένα κομμάτι κορδέλα αλλά με τρόπο εντελώς πρακτικό. Το πρόσωπό της δεν είχε τίποτε το αξιοπρόσεκτο, παρ’ όλο που ήταν ευχάριστο· ένα πρόσωπο ήπιο, με κάπως μακρύ σαγόνι. Μόλις πρόσεξε τη Ρεάνε, έκανε έναν φευγαλέο μορφασμό έκπληξης και χαμογέλασε. Το χαμόγελό της έμοιαζε να μεταμορφώνει τα πάντα. Δεν την έκανε όμορφη, ούτε καν χαριτωμένη, αλλά η Ηλαίην ένιωσε μια ζεστασιά, μια ανακούφιση.

«Δεν περίμενα να σε δω... Ρεάνε», είπε η Άλις, διστάζοντας κάπως πριν προφέρει το όνομα. Προφανώς, δεν ήταν σίγουρη κατά πόσον έπρεπε να χρησιμοποιήσει τον τίτλο της Ρεάνε παρουσία της Νυνάβε, της Ηλαίην και της Αβιέντα. Τις κοίταξε εξεταστικά με γρήγορες ματιές και συνέχισε να μιλάει. Στη φωνή της διακρινόταν μια Ταραμπονέζικη χροιά. «Η Μπέρογουιν μάς ανέφερε τις ταραχές στην πόλη, βέβαια, αλλά δεν θεώρησα ότι ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα, ώστε να σας κάνουν να φύγετε. Ποιες είναι όλες αυτές...» Τα λόγια της κόπηκαν απότομα και τα μάτια της γούρλωσαν καθώς κοίταξε πέρα από τις γυναίκες.

Η Ηλαίην έριξε μια ματιά πίσω, παραλίγο ξεστομίζοντας μερικές καλοδιαλεγμένες φράσεις που είχε ακούσει από δω κι από κει, οι πιο πρόσφατες από τον Ματ Κώθον. Δεν τις καταλάβαινε όλες, ούτε καν τις περισσότερες —κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να εξηγήσει τι ακριβώς σήμαιναν— αλλά είχαν έναν τρόπο να ελαφραίνουν την έντονη συγκίνηση. Οι Πρόμαχοι είχαν πετάξει από πάνω τους τους μανδύες με τα εναλλασσόμενα χρώματα, κι οι αδελφές είχαν φορέσει τις κουκούλες από τους μανδύες της σκόνης, όπως ακριβώς είχαν διαταχθεί. Ακόμα κι η Σάριθα, η οποία δεν είχε λόγο να κρύψει το νεανικό της πρόσωπο, το έκανε, αλλά η Κάρεαν δεν τράβηξε την κουκούλα εντελώς· τα αγέραστα χαρακτηριστικά της έμοιαζαν να περιβάλλονται από ένα πλαίσιο. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι έβλεπαν, εκτός κι αν είχε θητεύσει στον Πύργο. Η Κάρεαν, υπό το αγριωπό βλέμμα της Ηλαίην, τράβηξε ακόμα περισσότερο την κουκούλα, αλλά το κακό είχε ήδη γίνει.

Υπήρχαν κι άλλες με κοφτερή ματιά στο αγρόκτημα, εκτός από την Άλις. «Άες Σεντάι!» ούρλιαξε μια γυναίκα τόσο έντονα, σαν να ανήγγελλε το τέλος του κόσμου. Ίσως και να ήταν το τέλος. Του δικού της κόσμου. Οι τσιρίδες εξαπλώθηκαν σαν σκόνη που την παρασύρει ο άνεμος και, σε ελάχιστο χρόνο, η αγροικία έγινε μυρμηγκοφωλιά που κάποιος την είχε κλωτσήσει. Εδώ κι εκεί, όλο και κάποια γυναίκα λιποθυμούσε, αλλά οι περισσότερες έτρεχαν αλλόφρονες, ουρλιάζοντας, ρίχνοντας κάτω ό,τι κουβαλούσαν, πέφτοντας η μία πάνω στην άλλη, σωριάζονταν στο έδαφος και ξανασηκώνονταν για να συνεχίσουν να τρέχουν. Πάπιες και κότες πετάριζαν, ενώ μαύρες γίδες με κοντά κέρατα παραμέριζαν έξαλλες για να μην τσαλαπατηθούν. Και, μέσα σε όλη αυτήν τη φασαρία, μερικές γυναίκες απλώς κοιτούσαν με ανοικτό το στόμα —όσες, προφανώς, είχαν έρθει στο καταφύγιο δίχως να γνωρίζουν τίποτα περί Σογιού— αν και κάμποσες από δαύτες είχαν αρχίσει να παγιδεύονται στη φρενίτιδα.