Выбрать главу

«Μα το Φως!» γαύγισε η Νυνάβε τινάζοντας την πλεξούδα της. «Κάποιες τρέχουν προς τους ελαιώνες! Σταματήστε τες! Το τελευταίο που θέλουμε είναι να δημιουργηθεί πανικός! Φέρτε τους Προμάχους! Γρήγορα, γρήγορα!» Ο Λαν ανασήκωσε το φρύδι του ερωτηματικά, αλλά η γυναίκα έκανε προς το μέρος του μια χειρονομία που δεν σήκωνε αντίρρηση. «Γρήγορα! Πριν το σκάσουν όλες!» Νεύοντας σαν να κουνούσε απλώς το κεφάλι του, ο άντρας σπιρούνισε τον Μαντάρμπ για να καλπάσει προς το μέρος των υπολοίπων, παίρνοντας μια στροφή ώστε να αποφύγει το πανδαιμόνιο που εξαπλωνόταν ολοένα ανάμεσα στα κτήρια.

Η Ηλαίην ανασήκωσε τους ώμους της στην Μπιργκίτε και της έκανε νόημα να ακολουθήσει. Συμφωνούσε με τον Λαν. Ήταν μάλλον αργά να προσπαθήσουν να σταματήσουν τον πανικό, κι οι έφιπποι Πρόμαχοι σίγουρα δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος να προσπαθήσουν να συμμαζέψουν όλο αυτό το θηλυκό μπουλούκι. Ωστόσο, δεν έβλεπε πώς θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση, και δεν είχε νόημα να τις αφήσει να τρέχουν από δω κι από κει στην ύπαιθρο. Όλες θα ήθελαν να ακούσουν τα νέα που έφερναν η ίδια κι η Νυνάβε.

Η Άλις δεν εκδήλωνε επ’ ουδενί τάση φυγής, ούτε καν με νευρικές κινήσεις. Είχε χλωμιάσει κάπως, αλλά εξακολουθούσε να κοιτάζει τη Ρεάνε με σταθερό κι αποφασιστικό βλέμμα. «Γιατί;» ρώτησε ρουφώντας μια κοφτή ανάσα. «Γιατί, Ρεάνε; Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως θα έκανες κάτι τέτοιο! Μήπως σε δωροδόκησαν; Σου πρόσφεραν ασυλία; Μήπως σου υποσχέθηκαν ελευθερία, ενώ εμείς θα πληρώνουμε το τίμημα; Το πιθανότερο είναι πως δεν θα το επιτρέψουν, αλλά ορκίζομαι πως θα σε καλέσω σε απολογία. Ναι, εσένα! Οι νόμοι ισχύουν και για σένα, Πρεσβύτερη! Αν τα καταφέρω, σου ορκίζομαι πως αυτό το χαμόγελλό σου δεν θα κρατήσει για πολύ ακόμη!» Το βλέμμα της ήταν πολύ σκληρό. Ατσάλινο, για την ακρίβεια.

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις», είπε βιαστικά η Ρεάνε ξεπεζεύοντας κι αφήνοντας τα γκέμια να πέσουν. Έπιασε τα χέρια της Άλις στα δικά της και τα κράτησε, παρά τις προσπάθειες της άλλης γυναίκας να τα ελευθερώσει. «Ω, δεν ήθελα με τίποτα να γίνει αυτό. Ξέρουν, Άλις. Σχετικά με το Σόι, εννοώ. Ο Πύργος το γνώριζε ανέκαθεν. Γνώριζε τα πάντα. Σχεδόν. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα». Στο άκουσμα αυτών, τα φρύδια της Άλις έμοιαζαν να προσπαθούν να σκαρφαλώσουν πάνω στο κρανίο της, αλλά η Ρεάνε εξακολούθησε να μιλάει, ακτινοβολώντας ενθουσιασμό κάτω από το μεγάλο ψάθινο καπέλο της. «Μπορούμε να επιστρέψουμε, Άλις. Να προσπαθήσουμε ξανά. Έτσι μας είπαν». Τα κτήρια της αγροικίας άδειαζαν, καθώς οι γυναίκες έβγαιναν έξω βιαστικές για να μάθουν τι τρέχει, κι έπειτα το έσκαγαν μαζί με τις άλλες χωρίς να σταματούν πουθενά, παρά μόνο για να ανασηκώσουν τις φούστες τους. Οι κραυγές που ακούγονταν από τους ελαιώνες μαρτυρούσαν πως οι Πρόμαχοι είχαν πιάσει δουλειά, αλλά δεν παρείχαν καμία ένδειξη του τι είχαν καταφέρει προς το παρόν. Ίσως όχι πολλά. Η Ηλαίην διαισθάνθηκε την αυξανόμενη απογοήτευση εκ μέρους της Μπιργκίτε, όπως επίσης και τον εκνευρισμό. Η Ρεάνε έριξε μια ματιά στην αναταραχή κι αναστέναξε. «Πρέπει να τις μαζέψουμε, Άλις. Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω».

«Αυτό βολεύει την αφεντιά σου και μερικές άλλες», αποκρίθηκε η Άλις γεμάτη αμφιβολία. «Αν, φυσικά, είναι αλήθεια. Τι θα γίνει μ’ εμάς τις υπόλοιπες; Αν μάθαινα πιο γρήγορα, ο Πύργος θα μου επέτρεπε να μείνω παραπάνω». Έριξε μια βλοσυρή ματιά στις κουκουλοφόρες πλέον αδελφές και το βλέμμα που αντιγύρισε στη Ρεάνε ήταν έκδηλα οργισμένο. «Και γιατί να πάμε πίσω; Για να μας πουν ξανά ότι δεν είμαστε αρκετά δυνατές και να μας ξαποστείλουν; Ή για να μας κρατήσουν ως μαθητευόμενες εφ’ όρου ζωής; Μπορεί κάποιες να το δεχτούν, αλλά εγώ όχι. Γιατί να επιστρέψουμε, Ρεάνε; Υπάρχει λόγος;»

Η Νυνάβε ξεπέζεψε τραβώντας τη φοράδα της μπροστά και τεντώνοντας τα γκέμια, κι η Ηλαίην τη μιμήθηκε, οδηγώντας τη Λέαινα κάπως πιο μαλακά. «Για να γίνεις μέρος του Πύργου, αν το επιθυμείς», απάντησε ανυπόμονα η Νυνάβε, προτού ακόμα πλησιάσει τις δύο γυναίκες του Σογιού. «Για να γίνεις Άες Σεντάι ίσως. Προσωπικά, δεν καταλαβαίνω γιατί χρειάζεται να αποδείξεις τη δύναμή σου, εφ’ όσον μπορείς να περάσεις όλες αυτές τις ανόητες δοκιμασίες. Ειδάλλως, μην επιστρέψεις. Πολύ που με νοιάζει αν θα το βάλεις στα πόδια. Αρκεί να κάνω εγώ τη δουλειά μου». Στηρίχθηκε στα πόδια της, έβγαλε το καπέλο κι ακούμπησε τις γροθιές στους γοφούς της. «Χάνουμε τον χρόνο μας, Ρεάνε, και μας περιμένει πολλή δουλειά. Είσαι σίγουρη πως υπάρχει κάποια χρήσιμη εδώ γύρω; Μίλα. Αν δεν είσαι, καλύτερα να τελειώνουμε με αυτήν την ιστορία. Μπορεί να μη βιαζόμαστε τόσο, αλλά τώρα που έχουμε στην κατοχή μας το αντικείμενο, καλύτερα να τελειώνουμε».