Выбрать главу

Μόλις η Νυνάβε κι η Ηλαίην συστήθηκαν ως Άες Σεντάι, μάλιστα ως εκείνες που είχαν υποσχεθεί τα προαναφερθέντα, η Άλις άφησε έναν πνιχτό ήχο κι άρχισε να χαϊδεύει τη μάλλινη φούστα της λες και τα χέρια της ήθελαν να σφίξουν τον λαιμό της Ρεάνε. Άνοιξε οργισμένη το στόμα της για να μιλήσει, αλλά το έκλεισε απότομα δίχως να βγάλει ήχο μόλις ήρθε κοντά τους η Μέριλιλ. Η αυστηρότητα στο βλέμμα της δεν χάθηκε εντελώς, αλλά ανακατεύτηκε με μια δόση δέους κι εμφανούς ανησυχίας.

«Νυνάβε Σεντάι», είπε ήρεμα η Μέριλιλ, «οι Άθα’αν Μιέρε ανυπομονούν... να ξεπεζέψουν. Νομίζω πως μερικές θα σου ζητήσουν Θεραπεία». Ένα φευγαλέο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της.

Αυτό απάντησε στην ερώτησή της, μολονότι η Νυνάβε άρχισε να γκρινιάζει υπερβολικά για το τι θα έκανε στο επόμενο άτομο που θα την αμφισβητούσε. Η Ηλαίην θα μπορούσε κάλλιστα να πει με τη σειρά της κάμποσα λογάκια, αλλά η αλήθεια ήταν πως η Νυνάβε φάνταζε αρκετά ανόητη συνεχίζοντας τη διαφωνία της με τη Μέριλιλ και με τη Ρεάνε, οι οποίες την περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει, ενώ η Άλις κοιτούσε έκπληκτη και τις τρεις. Το θέμα τακτοποιήθηκε, μολονότι ίσως να έπαιξαν ρόλο κι οι πεζές Ανεμοσκόποι, που έσερναν τα άλογά τους πίσω τους. Κάθε ίχνος χάρης είχε εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια του έφιππου περιπάτου, και γι’ αυτό έφταιγαν οι σκληρές σέλες —τα πόδια τους έμοιαζαν εξίσου άκαμπτα με τα πρόσωπά τους— ωστόσο, κανείς δεν θα μπορούσε να τις περάσει για κάτι άλλο πέρα από αυτό που ήταν.

«Αφού βλέπω είκοσι Θαλασσινές τόσο μακριά από τη θάλασσα», μουρμούρισε η Άλις, «μπορώ πλέον να πιστέψω οτιδήποτε». Η Νυνάβε ρουθούνισε, αλλά δεν είπε τίποτα, πράγμα ιδιαίτερα ανακουφιστικό για την Ηλαίην. Η γυναίκα έμοιαζε να δυσκολεύεται πολύ να αποδεχτεί τα γεγονότα, κι ας τις είχε αποκαλέσει Άες Σεντάι η Μέριλιλ. Ούτε οι ύβρεις ούτε τα νεύρα θα βοηθούσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση.

«Τότε, Θεράπευσέ τες», είπε η Νυνάβε στη Μέριλιλ. Οι ματιές τους στράφηκαν προς το μέρος των γυναικών που κούτσαιναν, κι η Νυνάβε πρόσθεσε: «Αν το ζητήσουν. Ευγενικά». Η Μέριλιλ χαμογέλασε ξανά, αλλά η Νυνάβε δεν ασχολούνταν πλέον με τις Θαλασσινές, προτιμώντας να κοιτάει με βλέμμα βλοσυρό την αγροικία, που μόνο άδεια δεν ήταν πια. Λίγες γίδες εξακολουθούσαν να περιπλανιούνται ολόγυρα στην αυλή της αγροικίας, που ήταν γεμάτη σκουπίδια, πεταμένες μπουγάδες, τσουγκράνες και σκούπες, χυμένους κουβάδες και καλάθια —για να μην αναφέρουμε τα σωριασμένα σώματα των λιπόθυμων γυναικών του Σογιού— και κάμποσα κοτόπουλα είχαν επιστρέψει στις ασχολίες τους, να ξύνουν το χώμα και να τσιμπολογούν. Οι μόνες γυναίκες που δεν είχαν χάσει τις αισθήσεις τους και τριγύριζαν ανάμεσα στα κτήρια του αγροκτήματος, δεν ανήκαν στο Σόι. Κάποιες φορούσαν ρούχα από κεντητό λινό ή μετάξι, ενώ άλλες τραχιά μάλλινα της επαρχίας, αλλά το γεγονός πως δεν το είχαν βάλει στα πόδια μιλούσε από μόνο του. Η Ρεάνε είπε πως, ανά πάσα στιγμή, οι μισές απ’ όσες βρίσκονταν στην αγροικία θα μπορούσαν να προστεθούν στην κατηγορία των λιπόθυμων. Οι περισσότερες έμοιαζαν ζαλισμένες.

Παρά την γκρίνια της, η Νυνάβε δεν έχασε χρόνο κι ανέλαβε την Άλις. Ίσως, όμως, συνέβη το αντίθετο. Δεν ήταν εύκολο να πεις, μια και το συγκεκριμένο μέλος του Σογιού δεν έδειχνε προς τις Άες Σεντάι σεβασμό ανάλογο με εκείνον των γυναικών του Πλεχτού Κύκλου. Μπορεί να ήταν ακόμα μουδιασμένη από την ξαφνική αλλαγή των περιστάσεων. Όπως και να είχε, απομακρύνθηκαν παρέα, με τη Νυνάβε να οδηγεί τη φοράδα της και να χειρονομεί κρατώντας το καπέλο με το άλλο της χέρι, δίνοντας εντολές στην Άλις πώς να συμμαζέψει τις γυναίκες που είχαν σκορπίσει από δω κι από κει, και τι να τις κάνει μόλις συγκεντρώνονταν. Η Ρεάνε ήταν σίγουρη πως υπήρχε εκεί τουλάχιστον μία γυναίκα αρκετά ισχυρή για να μετάσχει στον κύκλο, η Γκαρένια Ροσόιντε, πιθανόν κι άλλες δύο. Στην πραγματικότητα, η Ηλαίην ήλπιζε να είχαν φύγει όλες. Η Άλις πότε ένευε και πότε κοιτούσε τη Νυνάβε με βλέμμα ήρεμο, κάτι που η τελευταία δεν φαινόταν να προσέχει.